Υποστήριξη

Η ζωή του ασθενή με Καρκίνο Πνεύμονα επηρεάζεται όχι μόνο από τη νόσο καθεαυτή, αλλά και από τις πιθανές επιδράσεις των θεραπευτικών χειρισμών. Τόσο ο ίδιος όσο και το περιβάλλον του θα πρέπει να προσεγγίζεται ολιστικά από την επιστημονική ομάδα που τον παρακολουθεί έτσι ώστε να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της νέας αυτής πραγματικότητας και να επανέλθει στην καθημερινότητα και τις δραστηριότητές του όσο το δυνατόν ταχύτερα. Επιπλέον, ο ΚΠ επηρεάζει όλη την οικογένεια, τους φροντιστές του ασθενή και όλους όσους συμμετέχουν στη θεραπεία του, ώστε είναι πιθανό να χρειαστεί και το οικογενειακό περιβάλλον του ασθενή κάποια μορφή υποστήριξης.
Η υποστήριξη του ασθενή και των φροντιστών του αρχίζει ταυτόχρονα με την θεραπεία και θα πρέπει να γίνεται με συνεργασία ομάδας επαγγελματιών υγείας που επικοινωνούν και συνεργάζονται μεταξύ τους, ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό θεραπευτικό αποτέλεσμα, με την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση

Η υποστήριξη του ασθενή και των φροντιστών του αρχίζει ταυτόχρονα με την θεραπεία.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

Διατροφική υποστήριξη

Η απώλεια βάρους είναι πολύ πιθανή κατά την ανάπτυξη του καρκίνου πνεύμονα αλλά και κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ο διατροφολόγος μπορεί να συστήσει κάποιες τροφές οι οποίες βοηθούν στην ταχύτερη αποκατάσταση του οργανισμού και κυρίως του μυϊκού ιστού. Οι τροφές αυτές περιέχουν πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας όπως ασπράδια αυγών, γαλακτοκομικά προϊόντα, όσπρια, στήθος πουλερικών. Άλλες ωφέλιμες τροφές που μπορούν να καταναλωθούν είναι το ωμό αγνό παρθένο ελαιόλαδο, οι ανάλατοι, μη καβουρδισμένοι ξηροί καρποί όπως καρύδια, αμύγδαλα κτλ, τα ψάρια πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα όπως σολομός, σαρδέλες κτλ. Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις ο διατροφολόγος μπορεί να συστήσει υπερπρωτεϊνικα ροφήματα που υπάρχουν στο εμπόριο σε διάφορες γεύσεις και μπορούν να καταναλωθούν μεταξύ των γευμάτων. Σε γενικές γραμμές η δίαιτα πρέπει να είναι υπερθερμιδική και υπερπρωτεϊνική.

Η απώλεια όρεξης είναι ένα πρόβλημα που προκύπτει συχνά σε ασθενείς που νοσούν από καρκίνο αλλά και ως ανεπιθύμητη ενέργεια των χημειοθεραπειών. Τις περισσότερες φορές είναι παροδικό και βελτιώνεται σημαντικά μετά το τέλος των θεραπειών. Σε πιο επίμονες περιπτώσεις υπάρχουν και κάποια φάρμακα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Οι ασθενείς με ανορεξία είναι καλό όταν πεινάνε να προσπαθούν να καταναλώνουν φαγητά που τους αρέσουν στη γεύση και είναι εύκολα στην κατάποση, κατά προτίμηση σε μικρά και συχνά γεύματα. Επειδή το φαγητό είναι σημαντικός παράγοντας της καθημερινότητας και της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών χειρισμών, δεν θα πρέπει να αμελείται. Η βελτίωση των συνθηκών που μπορούν να οδηγήσουν σε απόλαυση του φαγητού (πχ φαγητό στο τραπέζι, με σωστό φωτισμό, καθαρό και ήσυχο περιβάλλον χωρίς άγχος και εντάσεις) αλλά και η γενικότερη βελτίωση της ψυχολογίας είναι δυνατόν να βοηθήσουν.

Η ναυτία και οι έμετοι συνηθέστερα προκύπτουν ως ανεπιθύμητη ενέργεια της χημειοθεραπείας. Ο θεράπων ιατρός έχει συστήσει ήδη προ της έναρξης των χημειοθεραπειών προληπτική φαρμακευτική αγωγή αλλά έχει δώσει και οδηγίες στον ασθενή για την περίπτωση αυτή. Εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή, η αποφυγή έντονων οσμών, οι καλός αερισμός και σωστή θερμοκρασία του χώρου, τα άνετα ρούχα και η αποφυγή του άγχους μπορεί να βοηθήσουν την κατάσταση. Όσον αφορά τους εμέτους, τα συχνά μικρά γεύματα και η προσεκτική κατανάλωση επαρκούς ποσότητας υγρών βοηθούν υποστηρικτικά.

Η δυσκοιλιότητα μπορεί να αποτελεί ανεπιθύμητη ενέργεια κάποιων χημειοθεραπευτικών σχημάτων ή να προκαλείται από διατροφικές επιλογές, ανεπαρκή κατανάλωση υγρών ή λήψη κάποιων συμπληρωμάτων (πχ σίδηρος). Συνήθως αντιμετωπίζεται επαρκώς με την διαιτητική προσαρμογή (πχ δίαιτα πλούσια σε φυτικές ίνες, επαρκής λήψη νερού και άλλων υγρών κλπ) ενώ σε πιο επίμονες περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν φαρμακευτικά σκευάσματα.

Ποιες διατροφικές συνήθειες συνιστώνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας του καρκίνου του πνεύμονα;

  • Καταναλώστε τουλάχιστον 5 μερίδες φρούτων και λαχανικών την ημέρα (1 μερίδα = 80 γρ. λαχανικών ή 1 φρούτο).
  • Περιορίστε την κατανάλωση κόκκινου κρέατος σε 1 με 2 φορές την εβδομάδα.
  • Αποφύγετε την κατανάλωση τηγανιτών, τσιγαριστών, πικάντικων, αλλαντικών και γαλακτομικών προϊόντων με υψηλά λιπαρά.
  • Καταναλώστε ψάρι 2 με 3 φορές την βδομάδα.
  • Αποφύγετε την κατανάλωση λιπαρών και αλκοόλ.
  • Καταναλώστε προϊόντα ολικής αλέσεως.
  • Βάλτε την καθημερινή άσκηση στο πρόγραμμά σας.
Η διατροφική υποστήριξη για τον καρκίνο του πνεύμονα από την Lung Cancer.
Η υποστήριξη των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα 2 από την Lung Cancer.

Ψυχολογική υποστήριξη

Όταν ένας ασθενής διαγνωσθεί με καρκίνο πνεύμονα, συνήθως τον πρώτο καιρό αισθάνεται ότι δυσκολεύεται να διαχειριστεί τη νέα αυτή πραγματικότητα. Ο κάθε άνθρωπος, με την προσωπική του εμπειρία, έχει κάποιους τρόπους με τους οποίους αντεπεξέρχεται ψυχολογικά όταν τα πράγματα στη ζωή δεν πάνε καλά, όμως κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται περισσότερο από άλλους. Αντίστοιχα, και οι άνθρωποι του περιβάλλοντος του ασθενή συχνά δυσκολεύονται να αποδεχθούν το ότι ο άνθρωπός τους νοσεί σοβαρά και δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος να σταθούν δίπλα του και να αναζητήσουν βοήθεια.

Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι δεν είναι όμως οι μοναδικές πηγές ψυχολογικής στήριξης. Ένας άνθρωπος που πάσχει από καρκίνο μπορεί να βοηθηθεί ψυχολογικά με διάφορους τρόπους: από τα αγαπημένα του πρόσωπα, από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, από άλλους ασθενείς, από άλλους ανθρώπους που εμπιστεύεται, από ιερωμένους, από βιβλία, από προσωπικές του δραστηριότητες ή συμμετέχοντας σε ομαδικές δραστηριότητες.

Ο ασθενής με καρκίνο πρέπει να αναζητάει ψυχολογική βοήθεια όταν αισθάνεται ότι τη χρειάζεται. Όταν κάποιος άνθρωπος αντιμετωπίζει έντονες δυσκολίες δεν χρειάζεται να καταβάλει υπερπροσπάθεια να τις αντιμετωπίσει μόνος του. Υπάρχουν χιλιάδες λόγοι στη ζωή που μπορεί να κάνουν κάποιον να δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα μόνος του και αυτό είναι φυσιολογικό.

Κάποιοι από τους ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα που θα αναζητήσουν εξειδικευμένη ψυχολογική υποστήριξη, πιθανόν να χρειαστεί να τεθούν σε κάποια φαρμακευτική αγωγή, αν ο γιατρός κρίνει ότι θα τους βοηθήσει. Όμως ακόμα και σήμερα κάποιοι άνθρωποι παραμένουν επιφυλακτικοί απέναντι στην ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή. Κάποια από τα ψυχιατρικά φάρμακα όντως ενδέχεται να έχουν κάποιες ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως υπνηλία και σύγχυση, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις. Σήμερα όμως υπάρχουν νεότερα, ασφαλέστερα φάρμακα με πολύ λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Ειδικότερα στην περίπτωση της κατάθλιψης, τα σύγχρονα αντικαταθλιπτικά ψυχιατρικά φάρμακα όχι μόνο δεν καταστέλλουν, αλλά αντίθετα βοηθούν τον άρρωστο να ξαναβρεί την ζωτικότητα που η κατάθλιψη του έχει στερήσει. Φυσικά, πάντοτε θα πρέπει να λαμβάνονται με τη σύσταση γιατρού και σύμφωνα με τις οδηγίες του.
Ακόμη, υπάρχουν κάποια ψυχιατρικά φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση όταν δεν λαμβάνονται σωστά, που όμως, δεν χρησιμοποιούνται συχνά. Τα περισσότερα ψυχιατρικά φάρμακα, όπως π.χ. τα αντικαταθλιπτικά, δεν προκαλούν εξάρτηση.
Ο καλύτερος τρόπος να αποφύγει κανείς την εξάρτηση είναι:
– Να μην παίρνει κανένα φάρμακο χωρίς τη συμβουλή γιατρού.
– Να αποφεύγει να λαμβάνει περισσότερα φάρμακα απ’ όσα συνιστά ο γιατρός.
– Να μην διστάζει να εκφράζει τυχόν απορίες και αντιρρήσεις του.
Αν παίρνετε αυτό τον καιρό κάποιο ηρεμιστικό μην το διακόψετε μόνοι σας. Συμβουλευτείτε το γιατρό σας.

Κάθε άνθρωπος που παθαίνει ένα σοβαρό νόσημα είναι λογικό (και αναμενόμενο) να αναστατωθεί και να στενοχωρηθεί. Αυτή είναι μια φυσιολογική αντίδραση που δεν χρειάζεται κάποια θεραπεία. Υποπτεύεται κανείς κατάθλιψη, όταν η στενοχώρια αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να γίνεται και η ίδια ένα επιπλέον πρόβλημα για τον ασθενή και να του δυσκολεύει την καθημερινότητα. Όταν ένας άνθρωπος έχει κατάθλιψη, μπορεί να του συμβαίνουν κάποια από τα εξής:
– Να μην μπορεί να χαρεί με πράγματα που παλιότερα τον ευχαριστούσαν.
– Να μην έχει όρεξη να δει τους φίλους του και τα αγαπημένα του πρόσωπα, να κλείνεται στον εαυτό του.
– Να εκνευρίζεται εύκολα και να χάνει την υπομονή του.
– Να αισθάνεται «άδειος» από συναισθήματα, να νομίζει ότι δεν αγαπάει κανέναν.
– Να μην μπορεί να συγκεντρωθεί και να δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις.
– Να νιώθει απελπισία, να εύχεται να είχε πεθάνει ή να έχει τάσεις αυτοκτονίας.
– Να έχει χάσει τον ύπνο του και την όρεξή του.
– Να νιώθει ενοχές και να αισθάνεται ότι δεν αξίζει τίποτα.
– Να νιώθει έντονη κούραση ή επίμονους πόνους στο σώμα του.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η εξειδικευμένη αντιμετώπιση είναι απαραίτητη. Σήμερα υπάρχουν ασφαλείς και αποτελεσματικές θεραπείες για την κατάθλιψη.

Ανακουφιστική θεραπεία

Ο βήχας είναι σύνηθες και συχνά βασανιστικό σύμπτωμα των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα. Μπορεί να είναι ξηρός ή να συνοδεύεται από παραγωγή πτυέλων. Παρόλο που μπορεί να εμφανιστεί μετά από προσβολή του αναπνευστικού συστήματος σε οποιοδήποτε σημείο, συνηθέστερα εμφανίζεται όταν πιέζονται από τον όγκο οι μεγάλοι αεραγωγοί που οδηγούν τον εισπνεόμενο αέρα στον πνεύμονα, δηλαδή η τραχεία και οι βρόγχοι. Όμως, σε κάθε περίπτωση νέας εμφάνισης βήχα θα πρέπει ο ασθενής να εξετάζεται από γιατρό για να αποκλειστεί η πιθανότητα λοίμωξης ή τοξικότητας από τις θεραπείες. Αν και η βελτίωση του συμπτώματος παρουσιάζεται παράλληλα με την επιτυχή εφαρμογή της θεραπείας του καρκίνου (χημειοθεραπεία ή/και ακτινοθεραπεία) σε περιπτώσεις που ο βήχας είναι έντονος και επηρεάζει την καθημερινή δραστηριότητα και τον ύπνο των ασθενών χρησιμοποιούνται ειδικά φάρμακα που μπορούν να βοηθήσουν στην καταστολή του χωρίς να έχουν δράση έναντι του καρκίνου. Τα φάρμακα αυτά θα πρέπει πάντα να χρησιμοποιούνται μόνο μετά την οδηγία του θεράποντος ιατρού καθότι πάντα υπάρχει ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών.

Η δυσκολία στην αναπνοή που εκφράζει την ανάγκη του ασθενή για περισσότερο αέρα ή για μεγαλύτερη ανάσα ονομάζεται δύσπνοια. Είναι από τα πιο συχνά συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα. Η δύσπνοια εμφανίζεται απότομα ή σταδιακά και παρουσιάζει διαβαθμίσεις ως προς την ένταση. Η εμφάνιση δύσπνοιας μπορεί να έχει άμεση σχέση με την κακοήθη νόσο του πνεύμονα ή έμμεση και να οφείλεται σε αδυναμία των μυών που βοηθούν στην αναπνοή, εξαιτίας της κακής θρέψης που συχνά παρουσιάζουν οι ασθενείς αυτοί. Επίσης μπορεί να οφείλεται σε άλλες παθήσεις που συνυπάρχουν, συχνότερα σε ηλικιωμένους ασθενείς, όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, η καρδιακή ανεπάρκεια και η αναιμία.

Η αναγνώριση του κύριου αιτίου που προκαλεί δύσπνοια βοηθά και στην καλύτερη αντιμετώπιση. Όταν η κύρια αιτία είναι η τοπική επέκταση του καρκίνου, η αντιμετώπιση του συμπτώματος εστιάζεται στην προσπάθεια σμίκρυνσης και καταστροφής του όγκου. Η συστηματική ενδοφλέβια χημειοθεραπεία και η τοπική ακτινοθεραπεία στοχεύουν στον θάνατο των καρκινικών κυττάρων και η επιτυχής εφαρμογή τους συχνά βελτιώνει την δύσπνοια των ασθενών. Όταν υπάρχει υγρό στην κοιλότητα που περιβάλλει τον πνεύμονα και τον πιέζει πιθανόν να προκαλεί δύσπνοια και η αφαίρεση του με θωρακοκέντηση προσφέρει άμεση ανακούφιση. Όταν η δύσπνοια οφείλεται σε απόφραξη από τον όγκο ενός από τους κύριους αεραγωγούς  (βρόγχους) του πνεύμονα εμποδίζοντας την είσοδο αέρα σε ένα τμήμα ή σε ολόκληρο τον πνεύμονα, μπορεί να βελτιωθεί με την αφαίρεση του πρόσθετου ιστού μέσω διαφόρων τεχνικών της επεμβατικής πνευμονολογίας.

Τέλος, στους ασθενείς που η γενεσιουργός αιτία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί και σε ασθενείς που η δύσπνοιά τους οφείλεται σε άλλες παθήσεις της καρδιάς ή του αναπνευστικού, η συμπληρωματική χορήγηση οξυγόνου βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ζωής τους.

Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ο καρκίνος του πνεύμονα συνοδεύεται από παρουσία μεγάλης ποσότητας υγρού σε έναν «σάκο» που φυσιολογικά περιβάλλει τον πνεύμονα και βρίσκεται κάτω από το θωρακικό τοίχωμα (υπεζωκοτική κοιλότητα). Το υγρό αυτό πιέζει τον πνεύμονα και μπορεί να προκαλέσει δυσκολία στην αναπνοή. Η αφαίρεσή του μέσω θωρακοκέντησης προκαλεί άμεση ανακούφιση του ασθενούς, αλλά όταν αναπαράγεται πολύ γρήγορα ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση είναι η εξάλειψη της κοιλότητας μέσα στην οποία συσσωρεύεται, «κολλώντας» τα δύο φύλλα του υπεζωκότα μεταξύ τους. Η διαδικασία αυτή λέγεται πλευρόδεση και γίνεται με έγχυση ειδικής σκληρυντικής ουσίας εντός της κοιλότητας αφού πρώτα αφαιρεθεί όλο το υγρό. Μία άλλη λύση είναι η τοποθέτηση μόνιμου καθετήρα μέσω του οποίου ο ασθενής μπορεί να αφαιρεί μόνος του το υγρό όποτε αισθάνεται δύσπνοια.

Η αιμόπτυση είναι θορυβώδες σύμπτωμα και προκαλεί μεγάλο άγχος στον ασθενή. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ενημερώνεται άμεσα ο θεράπων ιατρός. Όταν είναι γνωστό ότι η αιτία είναι ο καρκίνος του πνεύμονα, υπάρχουν απλές ενέργειες που μπορούν να γίνουν μέχρι να ενημερωθεί ο γιατρός:

  • ο ασθενής θα πρέπει να ξαπλώσει στο πλάι με την πάσχουσα πλευρά του πνεύμονα προς τα κάτω και να μείνει ακίνητος μέχρι η αιμόπτυση να σταματήσει
  • να παραμείνει ήρεμος
  • να αποφύγει ή να διακόψει φάρμακα που εμποδίζουν την πήξη του αίματος (ασπιρίνη, αντιπηκτικά και αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα)
  • να λάβει φάρμακα που καταστέλλουν το βήχα ή/και φάρμακα που σταματούν υο αίμα πάντα με οδηγία του θεράποντος ιατρού.

Αν η αιμόπτυση είναι μεγάλη ή δεν αντιμετωπίζεται με τις παραπάνω οδηγίες, ο ασθενής πρέπει να διακομίζεται στο νοσοκομείο για ειδική αγωγή. Σε επαναλαμβανόμενες μέτριας έντασης αιμοπτύσεις, η εφαρμογή ακτινοθεραπείας στην περιοχή του όγκου που προκαλεί την αιμόπτυση συχνά βοηθά αποτελεσματικά.

O Πόνος ορίζεται ως «μία δυσάρεστη αίσθηση και συναισθηματική εμπειρία που συνοδεύεται με πραγματική ή δυνητική καταστροφή ή βλάβη ιστού ή περιγράφεται με όρους που χαρακτηρίζουν μια τέτοια βλάβη». ( Ιnternational Association for the study of Pain-IASP-1973) Η αντίληψη του πόνου επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες ψυχολογικούς, πνευματικούς, κοινωνικούς.

Ο καρκινικός πόνος συνήθως οφείλεται στην ίδια τη νόσο.  Ο όγκος μεγαλώνοντας μπορεί να πιέσει ή να διηθήσει νεύρα, σπλάχνα, μαλακά μόρια, μπορεί ακόμη να εμποδίσει την κυκλοφορία του αίματος στη γειτονική περιοχή. Μεταστάσεις, συνήθως οστικές, επίσης προκαλούν πόνο. Όμως ο πόνος μπορεί να οφείλεται και στη θεραπεία στην οποία υποβάλλεται ο ασθενής, λόγω καταστροφής των ιστών (χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, χειρουργικές επεμβάσεις).

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το 1982 , προκειμένου να εξασφαλίσει την ανακούφιση από τον πόνο στους καρκινοπαθείς ασθενείς διετύπωσε ορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες με κύριο άξονα την αναλγητική κλίμακα. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, για την πλήρη εξάλειψη του καρκινικού πόνου υπάρχουν 3 σκαλοπάτια. Ξεκινώντας από το πρώτο σκαλοπάτι, προχωρούμε στο δεύτερο μόνο στην περίπτωση που ο πόνος επιμένει. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες φαρμάκων που χρησιμοποιούνται και σε κάθε σκαλοπάτι προστίθενται νέες. Διαφορετικές κατηγορίες φαρμάκων χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό αφενός για να αντιμετωπιστούν τα διάφορα είδη πόνου, αφετέρου για να διατηρούνται οι δόσεις σε επίπεδα που δεν προκαλούν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.

ΜΗ ΟΠΙΟΕΙΔΗ ΑΝΑΛΓΗΤΙΚΑ
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η παρακεταμόλη, η ασπιρίνη και γενικά τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.

ΟΠΙΟΕΙΔΗ ΑΝΑΛΓΗΤΙΚΑ
Τα οπιοειδή χρησιμοποιούνται ευρύτατα και με μεγάλη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση του καρκινικού πόνου. Σε σωστές δόσεις είναι από τα πλέον ασφαλή σκευάσματα. Διακρίνονται σε ήπια και ισχυρά.

ΣΥΝΟΔΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Με τον όρο αυτόν χαρακτηρίζουμε τα φάρμακα που ενώ επιδρούν στον πόνο , η πρωταρχική τους ένδειξη χορήγησης είναι άλλη. Συνοδεύουν τα αμιγώς αναλγητικά και αυξάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Τέτοια φάρμακα είναι:

  • Αντικαταθλιπτικά
  • Αντιεπιλιπτικά
  • Κορτικοστεροειδή
  • Μυοχαλαρωτικά
  • Νευροληπτικά, αγχολυτικά και πολλά άλλα.

Οι κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες των αναλγητικών φαρμάκων είναι η δυσκοιλιότητα, η ναυτία, και η υπνηλία. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ενημερώνεται ο γιατρός που συνέστησε την αγωγή ώστε να δώσει οδηγίες για την αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων ενεργειών και να προσαρμόσει το δοσολογικό σχήμα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες των αναλγητικών, εφόσον οι δόσεις είναι κατάλληλες, είναι ελάχιστες. Εξάλλου οι περισσότερες από αυτές είναι παροδικές και υποχωρούν σε 2-3 ημέρες από την έναρξη της αγωγής. Για αυτόν το λόγο τα περισσότερα φάρμακα δίνονται σε δοσολογία που προοδευτικά αυξάνεται ξεκινώντας από την μικρότερη, για να φτάσουμε στην επιθυμητή δοσολογία συνήθως την 3η ημέρα. Στις περιπτώσεις εκείνες που οι ανεπιθύμητες ενέργειες επιμένουν, μπορεί να γίνει αντικατάσταση κάποιων σκευασμάτων από άλλα που ταιριάζουν καλύτερα στον συγκεκριμένο ασθενή ή να γίνει αναπροσαρμογή των δόσεων.

Το ποσοστό των ασθενών στους οποίους η αναλγητική αγωγή δεν έχει ως αποτέλεσμα την ανακούφιση από τον πόνο, ή έστω τη σημαντική μείωση της έντασής του, είναι εξαιρετικά μικρό (10%) και αφορά ειδική ομάδα ασθενών. Για να εξασφαλιστεί όμως η επιτυχία της αναλγητικής αγωγής χρειάζεται καλή επικοινωνία μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Ο γιατρός οφείλει να καθοδηγεί τον ασθενή όταν παραπονείται για πόνο. Ο ασθενής, από την πλευρά του, οφείλει να είναι ειλικρινής, όσο περισσότερο σαφής μπορεί και να ακολουθεί τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού.

Από μελέτες που έχουν γίνει σε καρκινοπαθείς διαπιστώθηκε ότι πράγματι υπάρχει ένας βαθμός ανοχής (tolerance) που αφορά κυρίως τα οπιοειδή. Με τον όρο ανοχή εννοούμε τη μείωση της αναλγητικής δράσης μιας ουσίας μετά από παρατεταμένη έκθεση του οργανισμού σε αυτήν, ώστε για το ίδιο αποτέλεσμα απαιτείται μεγαλύτερη δόση. Στις μελέτες διαπιστώθηκε επίσης ότι αναπτύσσεται ανοχή και στις ανεπιθύμητες ενέργειες των οπιοειδών, με αποτέλεσμα τα περιθώρια αύξησης της δόσης να είναι πολύ μεγάλα. Η αλλαγή της κατηγορίας του οπιοειδούς αποτελεί συχνά την λύση στο πρόβλημα της ανοχής. Όσον αφορά τις άλλες κατηγορίες αναλγητικών φαρμάκων, αυτά δεν χάνουν την αναλγητική τους ικανότητα με την πάροδο του χρόνου.

Όσο υπάρχει χρόνιος πόνος τα αναλγητικά δεν προκαλούν εθισμό. Εφόσον ο γιατρός κρίνει ότι τα αναλγητικά δεν είναι πλέον απαραίτητα στον ασθενή, θα δώσει οδηγίες για την σταδιακή μείωση τους (μείωση της δόσης κάθε 2-3 ημέρες), έως την πλήρη διακοπή.

Το ποσοστό των ασθενών που ταλαιπωρούνται από καταβολή είναι ιδιαίτερα υψηλό και κυμαίνεται μεταξύ 60-90%. Η καταβολή είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αντικειμενικά και πολλοί ασθενείς αποφεύγουν να την αναφέρουν, θεωρώντας την αναπόφευκτη συνέπεια της νόσου. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αποδίδεται, τόσο από τους ίδιους τους πάσχοντες όσο και από το οικείο περιβάλλον, σε κατάθλιψη. Πολύ συχνά λοιπόν, η καταβολή παραβλέπεται και δεν καταπολεμείται. Μπορεί να συνυπάρχει και πνευματική καταβολή με αδυναμία συγκέντρωσης, συναισθηματική αστάθεια και παροδικές απώλειες μνήμης. Σήμερα η καταβολή που συνοδεύει τον καρκίνο μπορεί να καταπολεμηθεί.
Οι κύριες αιτίες που προκαλούν καταβολή στον ασθενή με καρκίνο πνεύμονα είναι:

  • Καχεξία, ανορεξία
  • Παρατεταμένη ακινησία
  • Φάρμακα (πχ χημειοθεραπευτικά, κορτικοστεροειδή)
  • Δυσλειτουργία κεντρικού νευρικού συστήματος (λόγω εγκεφαλικών μεταστάσεων. ακτινοθεραπείας ή ουσιών που παράγονται από τον όγκο)
  • Λοιμώξεις
  • Αναιμία

Για την αντιμετώπιση του αισθήματος καταβολής είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να διατηρεί ένα επίπεδο καθημερινής δραστηριότητας. Μισή ώρα περπάτημα κάθε μέρα μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ενέργειας του ασθενή και να βελτιώσει την ικανότητα για δραστηριότητες.

Η υποστήριξη των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα 1 από την Lung Cancer.

Αντιμετώπιση ανεπιθύμητων ενεργειών

Πολλές φορές, ασθενείς με καρκίνο που υποβάλλονται σε κυτταροτοξικές θεραπείες (θεραπείες που καταστρέφουν τα καρκινικά, αλλά αναπόφευκτα και κάποια από τα φυσιολογικά κύτταρα) χρειάζεται να λάβουν κάποια φαρμακευτικά σκευάσματα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες των θεραπειών. Ορισμένα από αυτά

Η αιμοσφαιρίνη του αίματος μπορεί να μετρηθεί με μια απλή εξέταση. Φυσιολογικά κυμαίνεται μεταξύ 12 και 16g/dl στις γυναίκες και 14 και 18g/dl στους άνδρες. Σε περίπτωση που η αιμοσφαιρίνη πέσει κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα, τότε έχουμε αναιμία. Αυτό συμβαίνει όταν διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ καταστροφής και παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων, στα οποία βρίσκεται η αιμοσφαιρίνη. Ανάλογα με την τιμή της αιμοσφαιρίνης, η αναιμία διακρίνεται σε ήπια, μέτρια και σοβαρή.

Γιατί παθαίνουν αναιμία οι καρκινοπαθείς;

Ο κυριότερος λόγος εμφάνισης αναιμίας στους καρκινοπαθείς είναι η κατασταλτική επίδραση της χημειοθεραπείας στον μυελό των οστών. Όμως, και η ίδια η νόσος είναι δυνατόν να προσβάλλει τον μυελό των οστών και να οδηγήσει σε μειωμένη παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η χημειοθεραπεία μπορεί να επηρεάσει τα νεφρά ώστε αυτά να μην μπορούν να παράγουν ερυθροποιητίνη, ενώ εκτεταμένη ακτινοβολία σε μεγάλα οστά μπορεί να καταστρέψει τον μυελό που περιέχουν. Πολύ συχνά οι ασθενείς έχουν ναυτία, εμέτους ή ανορεξία εξαιτίας των οποίων δεν μπορούν να τραφούν σωστά και έτσι δεν μπορούν να πάρουν τα απαραίτητα για την ερυθροποίηση θρεπτικά συστατικά. Άλλο αίτιο αναιμίας μπορεί να αποτελέσει η αιμορραγία (που συχνά δεν φαίνεται). Τέλος, το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού προκειμένου να αμυνθεί έναντι των καρκινικών κυττάρων, καταστρέφει και κάποια ερυθρά αιμοσφαίρια.

Συμπτώματα αναιμίας

Τα συμπτώματα της αναιμίας διαφέρουν ανάλογα με τη βαρύτητά της και οφείλονται στο ότι τα όργανα δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά, καθώς δεν έχουν αρκετό οξυγόνο. Η ήπια αναιμία μπορεί να μην προκαλεί κανένα σύμπτωμα, άλλα να διαπιστώνεται μόνο από την εξέταση αίματος. Πιο σοβαρές αναιμίες προκαλούν ωχρότητα δέρματος, αδυναμία, καταβολή, ζάλη, υπνηλία ή αϋπνία, δυσανεξία στο κρύο, κεφαλαλγία, δύσπνοια προσπάθειας. Αυτά τα συμπτώματα έχουν σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Σε βαρύτερες καταστάσεις τα συμπτώματα γίνονται πιο έντονα, παρουσιάζονται ταχυκαρδία ή αρρυθμίες, δύσπνοια σε ελάχιστη προσπάθεια ή και σε ηρεμία και η αναιμία θεωρείται απειλητική για τη ζωή.

Ερυθροποιητίνη

Η ερυθροποιητίνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που φυσιολογικά παράγεται στα νεφρά και επιδρά στον μυελό των οστών. Ο μυελός των οστών είναι ο σπογγώδης ιστός που βρίσκεται μέσα στα κόκαλα και σκοπό έχει την παραγωγή των κυττάρων του αίματος. Με τη βοήθεια της ερυθροποιητίνης, ο μυελός των οστών ενεργοποιείται προκειμένου να παραχθούν τα ερυθρά αιμοσφαίρια (ερυθροποίηση). Αυτά περιέχουν αιμοσφαιρίνη, η οποία μεταφέρει το απαραίτητο οξυγόνο στα διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος.

Αντιμετωπίζεται η αναιμία στους καρκινοπαθείς και ο ρόλος της ερυθροποιητίνης

Η σοβαρή αναιμία στους καρκινοπαθείς αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο με μεταγγίσεις αίματος όμως τα αποτελέσματα των μεταγγίσεων είναι προσωρινά. Η εμφάνιση, όμως, της ερυθροποιητίνης στην κλινική πράξη περιόρισε τις μεταγγίσεις, καθώς το φάρμακο είναι δυνατόν να χορηγηθεί και σε περιπτώσεις μέτριας αναιμίας, δηλαδή σε μεγαλύτερες τιμές αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Η ερυθροποιητίνη, σε αντίθεση με τις μεταγγίσεις που σκοπό έχουν την αντικατάσταση των κατεστραμμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων με έτοιμα, ενεργοποιεί την ερυθροποίηση και τα αποτελέσματα της θεραπείας είναι πιο μόνιμα.

Ο αριθμός των κοκκιοκυττάρων μετριέται στη γενική εξέταση αίματος. Φυσιολογικά, κυμαίνεται μεταξύ 1500 και 7000/ul. Όταν ο αριθμός αυτός μειωθεί, τότε έχουμε ουδετεροπενία. Η ουδετεροπενία έχει διάφορες διαβαθμίσεις και ανάλογα με τον αριθμό των ουδετερόφιλων, χαρακτηρίζεται ως ήπια, μέτρια ή σοβαρή, όταν τα ουδετερόφιλα είναι λιγότερα από 500/ul.

 

Πώς δημιουργείται η ουδετεροπενία στους καρκινοπαθείς;

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ουδετεροπενία είναι αποτέλεσμα της κατασταλτικής επίδρασης της χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας στο μυελό των οστών. Το 50% των ασθενών που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία εμφανίζουν κάποιου βαθμού ουδετεροπενία. Είναι όμως δυνατόν, η ίδια η νόσος να διηθήσει το μυελό των οστών και να εμποδίσει την παραγωγή κοκκιοκυττάρων. Η ουδετεροπενία παρατηρείται συχνότερα σε άτομα άνω των 70 ετών, των οποίων ο μυελός των οστών είναι ήδη κατασταλμένος λόγω ηλικίας. Στην περίπτωση χορήγησης χημειοθεραπείας, τα κοκκιοκύτταρα μειώνονται συνήθως 1 εβδομάδα μετά το πέρας της θεραπείας και φτάνουν στο χαμηλότερο σημείο (ναδίρ) 14 ημέρες μετά.

Συμπτώματα και οι επιπτώσεις της ουδετεροπενίας

Η ουδετεροπενία καθεαυτή δεν έχει κανένα σύμπτωμα. Συνήθως διαπιστώνεται τυχαία στη γενική εξέταση αίματος ή όταν ο ασθενής παρουσιάσει λοίμωξη. Όταν τα ουδετερόφιλα είναι χαμηλά, ο οργανισμός δεν μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τα μικρόβια, με αποτέλεσμα το άτομο να γίνεται επιρρεπές στις λοιμώξεις. Σε ουδετεροπενικούς ασθενείς μια απλή λοίμωξη μπορεί να γίνει τόσο σοβαρή, ώστε να απαιτείται νοσηλεία. Λοιμώξεις μπορούν να δημιουργηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος όπως στη στοματική κοιλότητα, το λαιμό, τους πνεύμονες, τα ιγμόρεια, τα αυτιά, τα όργανα της κοιλίας, το γεννητικό σύστημα και το δέρμα. Ο ασθενής, ανάλογα με την περιοχή της λοίμωξης, παρουσιάζει συμπτώματα, όπως πυρετό, ρίγος, εφίδρωση, πονόλαιμο, βήχα, δύσπνοια, πόνο στη κοιλία, διάρροια, δυσουρία, ερυθρότητα και οίδημα στο δέρμα (κυρίως γύρω από πληγές).

Παράγοντας διέγερσης των κοκκιοκυττάρων

Ο αυξητικός παράγοντας των κοκκιοκυττάρων φυσιολογικά διεγείρει τον μυελό των οστών να παράγει και να απελευθερώνει στο αίμα λευκά αιμοσφαίρια και ειδικότερα ουδετερόφιλα λευκά αιμοσφαίρια (κοκκιοκύτταρα). Τα κύτταρα αυτά κυκλοφορούν στο αίμα και είναι υπεύθυνα για την άμυνα του οργανισμού εναντίον των μικροβίων και άρα των λοιμώξεων.

Αντιμετώπιση ουδετεροπενίας

Η ουδετεροπενία αντιμετωπίζεται μόνο με χορήγηση παράγοντα διέγερσης των κοκκιοκυττάρων προκειμένου να επανέλθουν τα ουδετερόφιλα σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε περίπτωση που συνυπάρχει λοίμωξη, αυτή θεραπεύεται με την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή. Πολλές φορές στην κλινική πράξη, για την αποφυγή ουδετεροπενίας, ο παράγοντας διέγερσης των κοκκιοκυττάρων χορηγείται προληπτικά μετά από χημειοθεραπεία.

Ως αλωπεκία ορίζεται η απώλεια τριχών από μέρη όπου φυσιολογικά είναι παρούσες. Μπορεί να είναι παρενέργεια της χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας. Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τα μαλλιά τους αναπόσπαστο κομμάτι της εξωτερικής τους εμφάνισης. Σε ορισμένους, η απώλεια των μαλλιών μπορεί να προκαλέσει πολύ έντονα συναισθήματα όπως θυμό ως και κατάθλιψη. Η αντιμετώπιση του καρκίνου συνεπάγεται πολλές αλλαγές στη ζωή και η απώλεια των μαλλιών μοιάζει σαν “συμβολικό” χτύπημα. Αυτές όμως οι αντιδράσεις είναι απόλυτα φυσιολογικές. Μπορεί να χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα αλλά στο τέλος οι ασθενείς αποδέχονται την απώλεια μαλλιών και, αν χρειαστεί, την αντιμετωπίζουν με απλές αισθητικές λύσεις.

Γιατί τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα προκαλούν αλωπεκία;

Τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα καταστρέφουν τα καρκινικά κύτταρα. Δυστυχώς, όμως, μπορεί να επηρεάσουν και τα φυσιολογικά κύτταρα του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων και των τριχοθυλακίων (που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή των τριχών) με αποτέλεσμα την αλωπεκία. Αντίθετα με τα καρκινικά κύτταρα, τα φυσιολογικά κύτταρα επανακτούν τη φυσιολογική τους λειτουργία. Έτσι αν πέσουν τα μαλλιά κατά την διάρκεια της χημειοθεραπείας, θα επανεμφανιστούν μόλις αυτή τελειώσει.

Όλα τα χημειοθεραπευτκά φάρμακα προκαλούν αλωπεκία;

Μερικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα προκαλούν πτώση των βλεφαρίδων, των φρυδιών, των τριχών στο θώρακα, στις μασχάλες, στα πόδια ή στο εφηβαίο. Το κατά πόσο θα πέσουν τα μαλλιά εξαρτάται από το φάρμακο, το συνδυασμό με άλλα φάρμακα, τη δοσολογία και την αντίδραση του οργανισμού. Στον καρκίνο πνεύμονα υπάρχουν κάποια θεραπευτικά σχήματα που δεν προκαλούν απώλεια τριχών.

Πότε θα αρχίσουν να πέφτουν τα μαλλιά;

Τα μαλλιά πέφτουν συνήθως μερικές εβδομάδες μετά την έναρξη της χημειοθεραπείας, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συμβεί και σε μερικές ημέρες. Άλλοτε είναι δυνατόν να αραιώσουν (σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς καν να φαίνεται) να σπάνε, να είναι ξηρά και θαμπά. Αντίθετα με τη χημειοθεραπεία, η ακτινοβολία προκαλεί απώλεια τριχών μόνο στην περιοχή ακτινοβόλησης.

Πότε θα αρχίσουν να ξαναβγαίνουν τα μαλλιά μετά το τέλος των θεραπειών;

Τα μαλλιά είναι πιθανόν να αρχίσουν να ξαναβγαίνουν μετά το τέλος της χημειοθεραπείας. Στην αρχή μπορεί να είναι πολύ λεπτά, πιο σγουρά ή με πιο ανοιχτό χρώμα. Θα ξαναβγούν σχεδόν όλα μετά από 3-6 μήνες. Μετά την ακτινοβολία, είναι πιθανό να μεγαλώσουν τα μαλλιά, αλλά θα είναι πιο σκληρά από πριν. Ο χρόνος για να μεγαλώσουν εξαρτάται από την δόση της ακτινοβολίας και τη χρονική της διάρκεια. Ένας μέσος όρος είναι 6-12 μήνες μετά το τέλος της ακτινοβολίας. Σε ορισμένους η αλωπεκία είναι μόνιμη, ενώ σε άλλους τα μαλλιά βγαίνουν κατά τόπους.

Η ναυτία είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα που προηγείται του εμέτου. Συνοδεύεται συνήθως από ωχρότητα, ταχυκαρδία, σιελόρροια και μυϊκή αδυναμία. Ελέγχεται από ένα τμήμα του εγκεφάλου, που είναι υπεύθυνο για τις αυτόνομες λειτουργίες, δηλαδή τις λειτουργίες εκείνες που δεν ελέγχουμε συνειδητά (πχ αναπνοή). Η ναυτία, παρότι είναι η υποκειμενική αντίληψη της ανάγκης του επικείμενου εμέτου, δεν εξελίσσεται πάντα σε έμετο. Εμετός είναι η απότομη εκκένωση του γαστρικού περιεχομένου από το στόμα. Το αντανακλαστικό του εμέτου ρυθμίζεται από ένα κέντρο που βρίσκεται στον προμήκη του εγκεφάλου. Το ποσοστό των ασθενών που έχουν ναυτία κυμαίνεται μεταξύ 6-44% ,ενώ αυτών που πάσχουν από εμέτους μεταξύ 4-25%. Η ναυτία και οι έμετοι που οφείλονται σε χημειοθεραπεία συνήθως εμφανίζονται μέσα στο πρώτο 24ωρο από τη χορήγηση του φαρμάκου, ή όψιμα, 2-7 ημέρες μετά (ανάλογα με τα χημειοθεραπευτικά σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν). Ως «αναμνηστική» χαρακτηρίζεται η ναυτία που προκύπτει πριν την έναρξη της χημειοθεραπείας με την σκέψη και μόνο της όλης θεραπευτικής διαδικασίας όταν έχει προηγηθεί επεισόδια ναυτίας ή και εμέτων σε προηγούμενο χημειοθεραπευτικό κύκλο. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία εμφανίζουν εμετούς συνήθως κατά την διάρκειά της.

Γιατί δεν εμφανίζουν όλοι οι ασθενείς που υπόκεινται σε χημειοθεραπεία εμετούς;

Δεν λαμβάνουν την ίδια θεραπεία όλοι οι ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο του πνεύμονα και φυσικά οι δόσεις των χημειοθεραπευτικών διαφέρουν. Οι συνδυασμοί των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σε κάθε χημειοθεραπευτικό σχήμα εξαρτώνται από τον ιστολογικό τύπο του καρκίνου, το στάδιο της νόσου στο οποίο βρίσκεται ο ασθενής, την ηλικία του και τις συνυπάρχουσες ασθένειες που τυχόν έχει. Επίσης λαμβάνεται υπόψη και η έκθεση του σε ακτινοθεραπεία ή σε άλλες χημειοθεραπείες στο παρελθόν. Ακόμη και στην περίπτωση που ασθενείς λαμβάνουν παρόμοια αγωγή είναι πιθανό κάποιοι να ταλαιπωρηθούν από εμέτους και κάποιοι όχι. Ο κάθε οργανισμός αντιδρά διαφορετικά. Η ναυτία και ο έμετος δεν έχουν ως μοναδικά αίτια τη χημειοθεραπεία και την ακτινοβολία. Φάρμακα (μερικά αναλγητικά για παράδειγμα), οι εγκεφαλικές μεταστάσεις, άλλες συνυπάρχουσες ασθένειες, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και πολλές άλλες αιτίες μπορούν να οδηγήσουν σε εμέτους.

Ποιοι ασθενείς εμφανίζουν συχνότερα ναυτία και εμετούς;

Περισσότερο ευάλωτοι είναι ασθενείς κάτω των 50 ετών, άτομα που ταλαιπωρήθηκαν από ναυτία και εμετούς κατά τη διάρκεια προηγούμενων χημειοθεραπειών, ασθενείς με δυσκοιλιότητα ή νεφρολογικά προβλήματα, οι ιδιαίτερα αγχώδεις και οι γυναίκες.

 

Αντιμετώπιση ναυτίας/εμέτων
 

Η ναυτία και οι έμετοι αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή που συστήνεται από τον γιατρό είτε προληπτικά είτε για την συμπτωματική αντιμετώπισή τους. Η επιλογή της αγωγής γίνεται ανάλογα με το πόσο «εμετογόνο» είναι το θεραπευτικό σχήμα, δηλαδή πόσο πιθανό είναι να προκαλέσει εμέτους αλλά και συνυπολογίζοντας και άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία του ασθενούς και τα προηγηθέντα επεισόδια ναυτίας και εμέτων σε προηγούμενους κύκλους. Επίσης, σε περίπτωση που εμφανιστούν ανάλογα συμπτώματα, ο ασθενής θα πρέπει να ακολουθήσει κάποια ελαφριά διατροφή και να προσέξει την επαρκή κατανάλωση υγρών.

Η ανοσοθεραπεία, εφόσον έχει θέση στη θεραπεία, αποτελεί μια σύγχρονη και αποτελεσματική προσέγγιση στη διαχείριση του καρκίνου του Πνεύμονα. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, οι ασθενείς εκδηλώνουν ανεπιθύμητες ενέργειες, που σχετίζονται με την «υπερενεργοποίηση» του ανοσοποιητικού συστήματος. Ορισμένες φορές προσβάλλονται περισσότερα από ένα οργανικά συστήματα, ακόμα και ταυτόχρονα. Τα φάρμακα της ανοσοθεραπείας προσβάλλουν το καρδιαγγειακό σύστημα, το δέρμα, το ενδοκρινικό σύστημα, το γαστρεντερικό, το νευρικό αλλά και τους ίδιους τους πνεύμονες. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται για τις πιθανές παρενέργειες, να παρακολουθούνται στενά και να ενημερώνουν άμεσα τη διεπιστημονική ομάδα που τους παρακολουθεί, καθώς οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να εμφανιστούν οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια ή ακόμα και αρκετούς μήνες, μετά τη διακοπή της θεραπείας. Ο θεράπων ογκολόγος πριν από κάθε θεραπεία ελέγχει τις εξετάσεις του ασθενή, ακούει τα συμπτώματα και πραγματοποιεί συνολική αξιολόγηση, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αιτιολογία και να αποκλειστούν άλλες αιτίες. Στη συνέχεια με γνώμονα τη βέλτιστη διαχείριση του ασθενούς και της νόσου, επιλέγει τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της τοξικότητας. Ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να επιλεγεί θεραπεία υποκατάστασης, κορτικοστεροειδή ή ακόμα και διακοπή της ανοσοθεραπείας, μέχρι να βελτιωθεί η κλινική και εργαστηριακή εικόνα του ασθενή. Παρακάτω αναφέρονται ορισμένες από τις πιο συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες κατηγοριοποιημένες ανά όργανο εκδήλωσης:

Γαστρεντερικό σύστημα
Οι πιο συνηθισμένες εκδηλώσεις ανεπιθύμητων ενεργειών από το Γαστρεντερολογικό σύστημα, που σχετίζονται με τη χορήγηση ανοσοθεραπείας, είναι η διάρροια και η κολίτιδα. Επίσης είναι δυνατόν να εμφανιστεί «φαρμακευτική» ηπατίτιδα με μεγάλη αύξηση των ηπατικών ενζύμων. Ανάλογα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων χορηγούνται κορτικοστεροειδή από το στόμα, υποστηρικτικές θεραπείες, αντιδιαρροϊκά φάρμακα ή ενδοφλέβια χορήγηση υγρών. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις εξετάζεται η νοσηλεία, η χρήση ενδοφλέβιων κορτικοστεροειδών και η διακοπή της ανοσοθεραπείας.

Δερματικές εκδηλώσεις
Οι δερματικές ανεπιθύμητες ενέργειες εξαιτίας της ανοσοθεραπείας, μπορεί να περιλαμβάνουν ποικίλες εκδηλώσεις, όπως εξάνθημα, κνησμό, λεύκη, ψωρίαση κλπ. Καθώς η δερματική τοξικότητα είναι συχνή, εμμένουσα και δύσκολη στην αντιμετώπιση πρέπει η διεπιστημονική ομάδα αντιμετώπισης του καρκίνου του πνεύμονα, να στελεχώνεται και από εξειδικευμένο δερματολόγο. Πριν από την έναρξη της ανοσοθεραπείας γίνεται δερματολογική εξέταση για την «χαρτογράφηση» της εικόνας αναφοράς, η οποία επαναλαμβάνεται και κατά τη διάρκεια της θεραπείας, σε τακτά διαστήματα, προκειμένου να εντοπιστεί έγκαιρα το οποιοδήποτε δερματικό εύρημα. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης, χορηγούνται τοπικά ή από του στόματος κορτικοστεροιειδή και αποφασίζεται η χρονική διάρκεια διακοπής της ανοσοθεραπείας καθώς και το σχήμα επανέναρξής της.

Ενδοκρινοπάθειες
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ανοσοθεραπεία μπορεί να εκδηλώσουν ενδοκρινοπάθειες που σχετίζονται μεταξύ άλλων με την εμφάνιση σακχαρώδους διαβήτη ή με τη λειτουργία του θυρεοειδή (υπο- ή υπερ- θυρεοειδισμό) και της υπόφυσης. Για το λόγο αυτό, υποβάλλονται τόσο στην έναρξη της θεραπείας όσο και περιοδικά κατά τη διάρκειά της, σε κλινική και εργαστηριακή αξιολόγηση για τον εντοπισμό συμπτωμάτων και βιοχημικών ευρημάτων από τους ενδοκρινείς αδένες. Τις περισσότερες φορές η εργαστηριακή και βιοχημική διαταραχή προηγείται της κλινικής εκδήλωσης της τοξικότητας. Για την αντιμετώπιση των ενδοκρινοπαθειών που σχετίζονται με την ανοσοθεραπεία, χορηγούνται κορτικοστεροειδή, η ανοσοθεραπεία αναστέλλεται, ενώ εξετάζεται κάθε φορά και η χρήση ορμονικής υποκατάστασης. Με την βελτίωση, ο θεράπων ιατρός επανεξετάζει τη δόση των κορτικοστεροειδών και το ενδεχόμενο επανέναρξης της θεραπείας. Οι ασθενείς που εκδηλώνουν ενδοκρινοπάθειες παρακολουθούνται στενά καθ΄ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, αλλά και μετά τη διακοπή της, προκειμένου να διασφαλιστεί πως χρησιμοποιείται η κατάλληλη ορμονική υποκατάσταση.


Καρδιαγγειακό σύστημα:
Με τη χορήγηση της ανοσοθεραπείας μπορεί να εκδηλωθούν περικαρδίτιδα, μυοκαρδίτιδα, ή διάφοροι τύποι αρρυθμιών. Απαιτείται μεγάλη εμπειρία και στενή παρακολούθηση προκειμένου να αναγνωρίσουν έγκαιρα τα συμπτώματα. Εάν ένας ασθενής αναπτύξει σημεία από το καρδιαγγειακό σύστημα, πρέπει να λάβει υψηλές δόσεις κορτικοστεροειδών ή αντιαρρυθμικά φάρμακα, σε συνεργασία με τον καρδιολόγο του, ενώ διακόπτεται η ανοσοθεραπεία, μέχρι την ικανοποιητική βελτίωση της καρδιακής λειτουργίας.


Πνευμονικές εκδηλώσεις:
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ανοσοθεραπεία μπορεί να παρατηρηθεί πνευμονίτιδα ή διάμεση πνευμονοπάθεια. Η πνευμονίτιδα από ανοσοθεραπείας είναι από τις πιο δύσκολες καταστάσεις διαγνωστικά και θεραπευτικά, διότι έχει παρόμοια κλινική και ακτινολογική εικόνα με ειδικές λοιμώξεις των πνευμόνων, πνευμονίτιδα από ακτινοθεραπεία, λεμφαγγειακή διασπορά και επιδείνωση του καρκίνου. Για το σκοπό αυτό, ο θεράπων ογκολόγος παρακολουθεί τακτικά τους ασθενείς, κλινικά και με αξονική τομογραφία πνευμόνων, ενώ συχνά απαιτείται και η συμβολή του πνευμονολόγου. Ανάλογα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων ο ασθενής λαμβάνει κορτικοστεροειδή από του στόματος ή ενδοφλέβια και αντίστοιχα διακόπτεται η ανοσοθεραπεία μέχρι να βελτιωθεί αναπνευστικά.

Αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων ενεργειών του καρκίνου του πνεύμονα, από την Lung Cancer.