Καρκίνος του Πνεύμονα - Αυξητικοί Παράγοντες

Τι είναι οι αυξητικοί παράγοντες;
Πολλές φορές, ασθενείς με καρκίνο που υποβάλλονται σε κυτταροτοξικές θεραπείες (θεραπείες που καταστρέφουν τα καρκινικά, αλλά αναπόφευκτα και κάποια από τα φυσιολογικά κύτταρα) χρειάζεται να λάβουν κάποιον από τους λεγόμενους αυξητικούς παράγοντες. Οι αυξητικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται στην ογκολογία είναι δύο ειδών: η ερυθροποιητίνη και ο παράγοντας διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων. Πρόκειται για πρωτεΐνες που υπάρχουν φυσιολογικά στον ανθρώπινο οργανισμό και παίζουν ρόλο στην παραγωγή κυττάρων του αίματος από το μυελό των οστών. Οι αυξητικοί παράγοντες, ως φάρμακα, μοιάζουν πολύ με τους φυσικούς παρασκευάζονται, όμως τεχνητά στο εργαστήριο.

Ποιος είναι ο ρόλος της ερυθροποιητίνης;
Η ερυθροποιητίνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που φυσιολογικά παράγεται στα νεφρά και επιδρά στον μυελό των οστών. Ο μυελός των οστών είναι ο σπογγώδης ιστός που βρίσκεται μέσα στα κόκαλα και σκοπό έχει την παραγωγή των κυττάρων του αίματος. Με τη βοήθεια της ερυθροποιητίνης, ο μυελός των οστών ενεργοποιείται προκειμένου να παραχθούν τα ερυθρά αιμοσφαίρια (ερυθροποίηση). Αυτά περιέχουν αιμοσφαιρίνη, η οποία μεταφέρει το απαραίτητο οξυγόνο στα διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος.

Τι είναι η αναιμία;
Η αιμοσφαιρίνη του αίματος μπορεί να μετρηθεί με μια απλή εξέταση. Φυσιολογικά κυμαίνεται μεταξύ 12 και 16g/dl στις γυναίκες και 14 και 18g/dl στους άνδρες. Σε περίπτωση που η αιμοσφαιρίνη πέσει κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα, τότε έχουμε αναιμία. Αυτό συμβαίνει όταν διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ καταστροφής και παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων, στα οποία βρίσκεται η αιμοσφαιρίνη. Ανάλογα με την τιμή της αιμοσφαιρίνης, η αναιμία διακρίνεται σε ήπια, μέτρια, μέτρια/σοβαρή και σοβαρή, όταν η αιμοσφαιρίνη είναι λιγότερη από 6,5g/dl.

Γιατί παθαίνουν αναιμία οι καρκινοπαθείς;
Ο κυριότερος λόγος εμφάνισης αναιμίας στους καρκινοπαθείς είναι η κατασταλτική επίδραση της χημειοθεραπείας στον μυελό των οστών. Όμως και η ίδια η νόσος είναι δυνατόν να προσβάλλει τον μυελό των οστών και να οδηγήσει σε μειωμένη παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η χημειοθεραπεία μπορεί να επηρεάσει τα νεφρά ώστε αυτά να μην μπορούν να παράγουν ερυθροποιητίνη, ενώ εκτεταμένη ακτινοβολία σε μεγάλα οστά μπορεί να καταστρέψει τον μυελό που περιέχουν. Πολύ συχνά οι ασθενείς έχουν ναυτία, εμέτους ή ανορεξία εξαιτίας των οποίων δεν μπορούν να τραφούν σωστά.

Έτσι δεν μπορούν να πάρουν τα απαραίτητα για την ερυθροποίηση θρεπτικά συστατικά. ‘Αλλο αίτιο αναιμίας μπορεί να αποτελέσει η αιμορραγία (που συχνά δεν φαίνεται). Τέλος, το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού προκειμένου να αμυνθεί έναντι των καρκινικών κυττάρων, καταστρέφει και κάποια ερυθρά αιμοσφαίρια.

Ποια είναι τα συμπτώματα της αναιμίας;
Τα συμπτώματα της αναιμίας διαφέρουν ανάλογα με τη βαρύτητά της και οφείλονται στο ότι τα όργανα δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά, καθώς δεν έχουν αρκετό οξυγόνο. Η ήπια αναιμία μπορεί να μην προκαλεί κανένα σύμπτωμα, άλλα να διαπιστώνεται μόνο από την εξέταση αίματος. Πιο σοβαρές αναιμίες προκαλούν ωχρότητα δέρματος, αδυναμία, καταβολή, ζάλη, υπνηλία ή αϋπνία, δυσανεξία στο κρύο, κεφαλαλγία, δύσπνοια προσπάθειας. Αυτά τα συμπτώματα έχουν σημαντική επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Σε βαρύτερες καταστάσεις τα συμπτώματα γίνονται πιο έντονα, παρουσιάζονται ταχυκαρδία ή αρρυθμίες, δύσπνοια σε ελάχιστη προσπάθεια ή και σε ηρεμία και η αναιμία θεωρείται απειλητική για τη ζωή.

Πώς αντιμετωπίζεται η αναιμία;
Η σοβαρή αναιμία (αιμοσφαιρίνη < 6,5g/dl) στους καρκινοπαθείς αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο με μεταγγίσεις αίματος. Τα αποτελέσματα των μεταγγίσεων είναι προσωρινά και οι ανεπιθύμητες ενέργειες σοβαρές. Η εμφάνιση, όμως, της ερυθροποιητίνης στην κλινική πράξη περιόρισε τις μεταγγίσεις, καθώς το φάρμακο είναι δυνατόν να χορηγηθεί και σε περιπτώσεις μέτριας και μέτριας/σοβαρής αναιμίας, δηλαδή σε μεγαλύτερες τιμές αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Η ερυθροποιητίνη, σε αντίθεση με τις μεταγγίσεις που σκοπό έχουν την αντικατάσταση των κατεστραμμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων με έτοιμα, ενεργοποιεί την ερυθροποίηση και τα αποτελέσματα της θεραπείας είναι πιο μόνιμα.

Τι μορφή έχει η ερυθροποιητίνη και πώς χορηγείται;
Η ερυθροποιητίνη κυκλοφορεί σε μορφή διαυγούς, άχρωμου ενέσιμου διαλύματος. Η ένεση γίνεται υποδορίως (κάτω από το δέρμα), όπως η ινσουλίνη. Τα πλέον ενδεδειγμένα σημεία ένεσης είναι το πάνω μέρος των μηρών, η κοιλιακή χώρα (αλλά όχι η περιοχή γύρω από τον ομφαλό) και η έξω επιφάνεια των βραχιόνων.

Πώς φυλάσσεται;
Όλα τα σκευάσματα φυλάσσονται στο ψυγείο (2ο – 8ο C). Ορισμένα, όμως, μπορούν να διατηρηθούν σε θερμοκρασία δωματίου έως 25ο C για 3-7 ημέρες, σύμφωνα με το φύλλο οδηγιών χρήσης.

Σε τι δοσολογία δίνεται;
H δοσολογία της ερυθροποιητίνης καθορίζεται από τον ιατρό, ανάλογα με τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος. Συνήθως, όμως, γίνεται 1 ένεση κάθε εβδομάδα. Η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί για μερικές εβδομάδες μετά το τέλος της κυτταροτοξικής θεραπείας.

Πόσο άμεσα δρα;
Η διόρθωση της αναιμίας και η υποχώρηση των συμπτωμάτων αναμένεται να ξεκινήσουν περίπου 3 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας. Στην περίπτωση ασθενών με καρκίνο, μπορεί να συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες που προκαλούν αναιμία, κυρίως έλλειψη σιδήρου. Προκειμένου, λοιπόν, να είναι αποτελεσματική η χορήγηση ερυθροποιητίνης, απαιτείται ταυτόχρονη λήψη σιδήρου.

Ποιες είναι οι ανεπιθύμητες ενέργειες της;
Οι παρενέργειες της ερυθροποιητίνης είναι εξαιρετικά σπάνιες. Σε περίπτωση εμφάνισης ενός από τα παρακάτω φαινόμενα, θα πρέπει να ενημερώνεται ο ιατρός
– Κεφαλαλγία που μπορεί να έχει χαρακτηριστικά ημικρανίας, σύγχυση και εξαιρετικά σπάνια επιληπτικές κρίσεις
– Συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη: πυρετός, ρίγη, κεφαλαλγία, αίσθημα αδιαθεσίας, αρθραλγίες, πόνος στα μέλη ή στα οστά. Τα συμπτώματα αυτά είναι δυνατόν να εμφανιστούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό. Είναι συνήθως ήπια έως μέτρια και υποχωρούν μόνα τους σε λίγες ώρες ή ημέρες.
– Αλλεργικές ή δερματικές αντιδράσεις γύρω από την περιοχή της ένεσης: εξάνθημα, φαγούρα. Σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις παρατηρούνται πολύ σπάνια. Εμφανίζονται συνήθως αμέσως μετά την ένεση και εκδηλώνονται ως γενικευμένο εξάνθημα, δυσκολία στην αναπνοή, πρήξιμο στο πρόσωπο, το λαιμό ή τη γλώσσα, ζάλη, λιποθυμία. Σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται άμεση παρέμβαση ιατρού.
– Αύξηση αρτηριακής πίεσης
– Αύξηση συχνότητας θρόμβων του αίματος με αποτέλεσμα θρομβωτικά / αγγειακά επεισόδια (ισχαιμία ή έμφραγμα μυοκαρδίου, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, θρόμβωση αγγείων κάτω άκρων, πνευμονική εμβολή)

Ποιος είναι ο ρόλος του παράγοντα διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων;
Ο αυξητικός παράγοντας των κοκκιοκυττάρων φυσιολογικά διεγείρει τον μυελό των οστών να παράγει και να απελευθερώνει στο αίμα λευκά αιμοσφαίρια και ειδικότερα ουδετερόφιλα λευκά αιμοσφαίρια (κοκκιοκύτταρα). Τα κύτταρα αυτά κυκλοφορούν στο αίμα και είναι υπεύθυνα για την άμυνα του οργανισμού εναντίον των μικροβίων και άρα των λοιμώξεων.

Τι είναι η ουδετεροπενία;
Ο αριθμός των κοκκιοκυττάρων μετριέται στη γενική εξέταση αίματος. Φυσιολογικά, κυμαίνεται μεταξύ 1500 και 7000/ul. Όταν ο αριθμός αυτός μειωθεί, τότε έχουμε ουδετεροπενία. Η ουδετεροπενία έχει διάφορες διαβαθμίσεις και ανάλογα με τον αριθμό των ουδετερόφιλων, χαρακτηρίζεται ως ήπια, μέτρια, μέτρια/σοβαρή ή σοβαρή, όταν τα ουδετερόφιλα είναι λιγότερα από 500/ul.

Πώς παθαίνουν ουδετεροπενία οι καρκινοπαθείς;
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ουδετεροπενία είναι αποτέλεσμα της κατασταλτικής επίδρασης της χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας στο μυελό των οστών. Το 50% των ασθενών που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία εμφανίζουν κάποιου βαθμού ουδετεροπενία. Είναι όμως δυνατόν, η ίδια η νόσος να διηθήσει το μυελό των οστών και να εμποδίσει την παραγωγή κοκκιοκυττάρων. Η ουδετεροπενία παρατηρείται συχνότερα σε άτομα άνω των 70 ετών, των οποίων ο μυελός των οστών είναι ήδη κατασταλμένος, φυσιολογικά, λόγω ηλικίας. Στην περίπτωση χορήγησης χημειοθεραπείας, τα κοκκιοκύτταρα μειώνονται συνήθως 1 εβδομάδα μετά το πέρας της θεραπείας και φτάνουν στο χαμηλότερο σημείο (ναδίρ) 14 ημέρες μετά.

Ποια είναι τα συμπτώματα και οι επιπτώσεις της ουδετεροπενίας;
Η ουδετεροπενία καθεαυτή δεν έχει κανένα σύμπτωμα. Συνήθως διαπιστώνεται τυχαία στη γενική εξέταση αίματος ή όταν ο ασθενής παρουσιάσει λοίμωξη. Όταν τα κοκκιοκύτταρα είναι χαμηλά, ο οργανισμός δεν μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τα μικρόβια, με αποτέλεσμα το άτομο να γίνεται επιρρεπές στις λοιμώξεις. Σε ουδετεροπενικούς ασθενείς μια απλή λοίμωξη μπορεί να γίνει τόσο σοβαρή, ώστε να απαιτείται νοσηλεία. Λοιμώξεις μπορούν να δημιουργηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος στη στοματική κοιλότητα, το λαιμό, τους πνεύμονες, τα ιγμόρεια, τα αυτιά, τα όργανα της κοιλίας, το γεννητικό σύστημα, το δέρμα. Ο ασθενής, ανάλογα με την περιοχή της λοίμωξης, παρουσιάζει συμπτώματα, όπως πυρετό, ρίγος, εφίδρωση, πονόλαιμο, βήχα, δύσπνοια, πόνο στη κοιλία, διάρροια, δυσουρία, ερυθρότητα και οίδημα στο δέρμα (κυρίως γύρω από πληγές).

Πώς αντιμετωπίζεται η ουδετεροπενία;
Η ουδετεροπενία αντιμετωπίζεται μόνο με χορήγηση παράγοντα διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων προκειμένου να επανέλθουν τα ουδετερόφιλα σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε περίπτωση που συνυπάρχει λοίμωξη, αυτή θεραπεύεται με την κατάλληλη αντιβιοτική αγωγή. Πολλές φορές στην κλινική πράξη, για την αποφυγή ουδετεροπενίας, ο παράγοντας διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων χορηγείται προληπτικά μετά από χημειοθεραπεία.

Τι μορφή έχει ο παράγοντας διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων και πώς χορηγείται;
Η filgrastim και pegfilgrastim έχουν μορφή διαυγούς άχρωμου υγρού, ενώ η lenograstim είναι μια λευκή σκόνη η οποία διαλύεται σε ύδωρ. Το φάρμακο χορηγείται με υποδόρια ένεση, όπως και η ερυθροποιητίνη.

Ποιες είναι οι ανεπιθύμητες ενέργειες του;
Η πιο συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι ο μυοσκελετικός πόνος. Εμφανίζεται στο 10-15% των ασθενών και αντιμετωπίζεται με κοινά αναλγητικά. Σπάνια έχουν αναφερθεί αλλεργικές αντιδράσεις (δερματικό εξάνθημα, κνίδωση, κνησμός). Επίσης σπάνια παρατηρούνται πόνος στο σημείο της ένεσης, κεφαλαλγία, παροδική πτώση της αρτηριακής πίεσης, διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας, δερματική αγγειίτιδα και σύνδρομο Sweet (βαθυκόκκινο χρώμα δέρματος, διογκωμένες επώδυνες βλάβες, συνήθως στα άκρα και πυρετός).