Η αναπνοή είναι μια σχεδόν αυτόματη λειτουργία του ανθρώπου συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξη της ζωής. Εισπνέουμε και εκπνέουμε περισσότερες από 22000 φορές την ημέρα χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Αν και η αναπνοή συμβαίνει αυτόματα από νευρικά κέντρα του εγκεφάλου και του προμήκη μυελού, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να την ελέγχει και να την τροποποιεί μέσω των αναπνευστικών μυών που βρίσκονται κάτω από τον συνειδητό έλεγχο του.
Το κύριο όργανο της αναπνοής είναι ο πνεύμονας, ένα αξιοθαύμαστο και πολύπλοκο όργανο επιφορτισμένο με την πρόσληψη του οξυγόνου από τον ατμοσφαιρικό αέρα και την απόδοση σε αυτόν του διοξειδίου του άνθρακα

Ο Καρκίνος του Πνεύμονα αποτελεί παγκοσμίως την πιο συχνή μορφή καρκίνου. Με περισσότερους από 230.000 θανάτους κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EU-27), αποτελεί το συχνότερο (11,6% του συνόλου) και το πιο θανατηφόρο (18,4% των θανάτων από καρκίνο) νεόπλασμα, όντας πρώτο σε θανάτους στους άντρες και τρίτο στις γυναίκες. Στην Ελλάδα, περισσότερα από 7.000 άτομα προσβάλλονται κάθε χρόνο από ΚΠ.

Έχει πλέον αποδειχθεί επιστημονικά και επιδημιολογικά ότι η πολύ εθιστική συνήθεια του καπνίσματος αποτελεί την κύρια αιτία ανάπτυξης ΚΠ. Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι 10 φορές συχνότερος στους καπνιστές απ’ ό,τι στους μη-καπνιστές. Ο κίνδυνος ανάπτυξης ΚΠ αυξάνει όσο μεγαλώνει η ποσότητα και η διάρκεια του καπνίσματος και όσο μικρότερη είναι η ηλικία έναρξης, ενώ ελαττώνεται με τη διακοπή του καπνίσματος.

Αλλά ο ΚΠ προσβάλει και μη καπνιστές για λόγους που έχουν να κάνουν με το παθητικό κάπνισμα, το περιβάλλον (ατμοσφαιρική ρύπανση, υψηλή έκθεση σε ακτινοβολία), την επαγγελματική έκθεση σε τοξικές ουσίες (επαγγελματίες οδηγοί, εργάτες επεξεργασίας δερμάτων, μάγειρες, εργαζόμενοι στην οικοδομή κ.ά.), αλλά και τις προσωπικές επιλογές (διατροφή) και ατομικές διαφορές (χρόνιες πνευμονοπάθειες).

Υπάρχουν πολλοί τύποι ΚΠ, με διαφορετική ιστολογία, θεραπεία, κλινική πορεία και έκβαση. Επομένως δεν αποτελεί μια ενιαία νόσο για την οποία μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί την ίδια θεραπεία και να βγάζει γενικευμένα συμπεράσματα.

Η διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα επιτυγχάνεται μετά από μία σειρά εξετάσεων που ως στόχο έχουν τον καθορισμό της έκτασης της νόσου (σταδιοποίηση) και τη λήψη ιστολογικού υλικού από το σημείο της βλάβης (βιοψία).
Κατά πόσον ένα σημείο του οργανισμού ή κάποιο όργανο έχει προσβληθεί από τον ΚΠ ελέγχεται με απεικονιστικές εξετάσεις (PET-CT san, αξονικές τομογραφίες, μαγνητικές τομογραφίες κ.ά.) ή ενδοσκοπικές εξετάσεις (βρογχοσκόπηση).
Η «ταυτοποίηση» του είδους του ΚΠ είναι απολύτως αναγκαία, καθώς υπάρχουν πολλοί ιστολογικοί τύποι, με διαφορετική θεραπεία, κλινική πορεία και πρόγνωση. Καθοριστικός είναι ο μοριακός και ανοσοϊστοχημικός έλεγχος του όγκου, ώστε να καθοριστεί ο ενδεδειγμένος τρόπος θεραπείας. Ο ιατρός επιλέγει ποιες από τις σύγχρονες διαγνωστικές τεχνικές θα πρέπει να ακολουθήσει ο ασθενής για να οδηγηθεί σε μία ασφαλή και γρήγορη διάγνωση.
Συχνά παρατηρείται σημαντική καθυστέρηση μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων, επειδή αυτά δεν είναι ειδικά (οστικοί πόνοι, αδυναμία, εύκολη κόπωση, σημαντική απώλεια βάρους, βράγχος φωνής), παραπέμπουν σε άλλες διαγνώσεις και παραπλανούν τους ασθενείς, αλλά και τους ειδικούς.

Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος στο πεδίο της ιατρικής έρευνας και της μοριακής βιολογίας όσον αφορά τον καρκίνο του πνεύμονα. Ο ογκολόγος έχει πολλών ειδών θεραπείες για να επιλέξει εκείνη που ταιριάζει περισσότερο στον ασθενή του. Επιπλέον της κλασσικής ακτινοθεραπείας και χημειοθεραπείας, υπάρχουν πλέον η στερεοτακτική ακτινοθεραπεία, η ανοσοθεραπεία, οι βιολογικές και μοριακές, στοχεύουσες θεραπείες. Η καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών καρκινογένεσης οδήγησε στη δημιουργία μικρομορίων τα οποία στοχεύουν και αδρανοποιούν κυτταρικά μονοπάτια που δραστηριοποιούνται μόνο στα καρκινικά κύτταρα, ενώ σέβονται τους φυσιολογικούς ιστούς και προκαλούν μικρότερες βλάβες στα υγιή όργανα. Η ανοσοθεραπεία αποτελεί την πλέον πρόσφατη εξέλιξη στην θεραπευτική του ΚΠ. Η χορήγησή της διαφοροποιεί και απελευθερώνει τα Τ-λεμφοκύτταρα του οργανισμού που είναι υπεύθυνα για την καταστροφή των νεοπλασματικών κυττάρων. Τα φάρμακα της ανοσοθεραπείας είναι μονοκλωνικά αντισώματα που, όταν χορηγούνται, ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα να επιτεθεί στον όγκο. Η επιστημονική έρευνα κατά την πανδημία προετοίμασε την επόμενη γενιά αντινεοπλασματικών εμβολίων mRNA, τα οποία προκαλούν ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω των δενδριτικών κυττάρων. Πρόκειται για εξατομικευμένα εμβόλια που παρασκευάζονται χρησιμοποιώντας γενετικές πληροφορίες από τον όγκο του ασθενή, σχετικά με το ποιες πρωτεΐνες παράγει. Κάθε εμβόλιο έχει μοναδικά μόρια – στόχους, που αντιστοιχούν στα νεοαντιγόνα του όγκου του εκάστοτε ασθενή. Αναμένεται αυτή η μορφή «προσωποποιημένης» θεραπείας να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική και με μικρή τοξικότητα, κυρίως συμπτώματα τύπου γρίπης όπως πυρετό, κούραση και καταβολή, παρόμοια με αυτά που αναφέρουν κάποιοι από όσους εμβολιάζονται έναντι του ιού SARS-CoV2.
Συχνά απαιτείται συνδυαστική θεραπεία ή διαδοχική χορήγηση διαφορετικών τύπων θεραπείας. Επίσης καμία θεραπεία δεν είναι χωρίς παρενέργειες. Για την επιλογή του πιο αποτελεσματικού θεραπευτικού συνδυασμού απαιτείται μοριακός έλεγχος του όγκου και μελέτη των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του κάθε ασθενή. Η αξιοποίηση όλων των εξελίξεων της επιστήμης, η μελέτη του μοριακού profil του όγκου και ο σεβασμός στη μοναδικότητα κάθε ατόμου επιτυγχάνουν την λεγόμενη εξατομικευμένη θεραπεία, που αποτελεί την μόνη λύση για πλήρη ίαση.

Η συνοσηρότητα, το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό κάθε ασθενή αλλά και η ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα κάθε ατόμου δημιουργούν ένα πολύπλοκο σύστημα που μπορεί να το διαχειριστεί μόνο μια ομάδα επαγγελματιών υγείας και όχι ένας μόνο θεράπων ιατρός. Ο ΚΠ ως επιστημονικό πεδίο και ως νόσος είναι πλέον τόσο ευρύ που εκφεύγει των δυνατοτήτων και των γνώσεων ενός μόνο γιατρού, όσο καλός και να είναι. Απαιτεί τη λειτουργία ομάδας επιστημόνων, που ο καθένας να είναι ειδικός στον τομέα του. Βεβαίως πρέπει να υπάρχει συνεργασία και συντονισμός όλων των εμπλεκομένων, κάτι που επιτυγχάνεται με τη λειτουργία ογκολογικών συμβουλίων, τη διατήρηση πλήρους ιατρικού ιστορικού κάθε ασθενούς και την αποτελεσματική λήψη αποφάσεων από τον επικεφαλής.
Επιπλέον του κλινικού έργου εξίσου σημαντικό είναι και το ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο της επιστημονικής ομάδας, από το οποίο επίσης ωφελείται ο ασθενής, καθώς έχει τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στη καινούργια επιστημονική γνώση και σε νέα, καινοτόμα φάρμακα. Η ομάδα μας αποτελείται από εξειδικευμένους γιατρούς, νοσηλευτές και ειδικούς επιστήμονες Υγείας διαφόρων ειδικοτήτων, με σημαντικό Ακαδημαϊκό, Ερευνητικό και Κλινικό έργο στη διαχείριση του Καρκίνου του Πνεύμονα.
Η ομάδα ΚΠ περιλαμβάνει:
– ογκολόγους, πνευμονολόγους, παθολόγους, παθολογοανατόμους, ακτινοθεραπευτές, ιατρούς υποστηρικτικής αγωγής και πόνου, αναισθησιολόγους, ψυχιάτρους, ενδοκρινολόγο, αιματολόγο, καρδιολόγο κ.ά.
– Νοσηλευτές με εξειδίκευση στην ογκολογία
– ψυχολόγους, διαιτολόγο, βιολόγους, φυσικοθεραπευτές κ.ά.
Χάρη στη διεπιστημονική μας ομάδα, κάθε ασθενής εξετάζεται ολιστικά, με εστίαση στις ιδιαιτερότητες της νόσου του και σεβασμό στις επιθυμίες του. Ο σχεδιασμός της θεραπευτικής προσέγγισης γίνεται από κοινού και εγγυάται κάθε φορά το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα που αφορά εξατομικευμένα τον κάθε ασθενή.