Γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας όπως η αύξηση και ταυτόχρονη γήρανση του πληθυσμού και η κλιματική αλλαγή έχουν σημαντική επίδραση στην ιατρική πρακτική, με την ανάδειξη νέων νοσημάτων και αλλαγή των προτεραιοτήτων. Ως το 2030, ο πληθυσμός άνω των 60 ετών θα αυξηθεί κατά 56%, φτάνοντας το 1,5 δισεκατομμύριο παγκοσμίως και η Ελλάδα θα είναι η γηραιότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αδιαμφησβήτητες επιτυχίες της Ιατρικής έχουν καταστήσει αρκετές θανατηφόρες ασθένειες, όπως οι καρδιοπάθειες και ο καρκίνος, σε χρόνιες παθήσεις, όμως δεν τις έχουν θεραπεύσει. Με επιθετικές θεραπευτικές επιλογές κατορθώσαμε να αυξήσουμε τη συνολική επιβίωση, αλλά με κόστος μακροχρόνιες επιπλοκές, αναπηρίες και πολυνοσηρότητα. Επιτύγχαμε να αυξήσουμε τον χρόνο της ζωής, αλλά συχνά εις βάρος της ποιότητας. Πρόκειται για ένα μοντέλο που δημιουργεί ανισότητες, δεν είναι βιώσιμο και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες και προτεραιότητες του ατόμου. Η ιατρική επιστήμη με όπλο την έρευνα και την τεχνολογία οφείλει να δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο περίθαλψης που θα είναι ανθρωποκεντρικό αντί για νοσοκεντρικό και θα στοχεύει στην υγεία μάλλον, παρά στην καταπολέμηση της ασθένειας. Το μοντέλο αυτό θα στηριχθεί στην κατανόηση των μηχανισμών γήρανσης των ιστών, των οργάνων, του ίδιου του ατόμου και στην αναστολή τους.
Η πρόσφατη πανδημία επιτάχυνε τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και στην υγεία. Οι «έξυπνες συσκευές» και οι εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης δημιούργησαν μια νέα γενιά «ψηφιακών βιοδεικτών», πολύ ευρύτερη από τους καθιερωμένους (αρτηριακή πίεση, σφυγμοί, τιμές σακχάρου), που σε πραγματικό χρόνο ελέγχουν τη φυσική κατάσταση του ατόμου και ειδοποιούν για κάποια δυσλειτουργία, πολύ πριν αυτή εκδηλωθεί με κάποιο σύμπτωμα: λεπτές διακυμάνσεις του τόνου της φωνής συνδέονται με μορφές άνοιας ή/και νόσου Alzheimer, ενώ μεταβολές στην ταχύτητα ή στο ρυθμό πληκτρολόγησης, στον τρόπο βάδισης ή στις κινήσεις των ματιών κατά την οπτική αναγνώριση (Face ID) θα αποτελούν σημεία πρώιμης διάγνωσης για νευρολογικές παθήσεις, όπως η νόσο Parkinson. Νεοπλασματικές ή μεταβολικές παθήσεις θα μπορούν να γίνονται αντιληπτές από τη συνεχή, παθητική συλλογή δεδομένων από τον οργανισμό, χωρίς να απαιτείται κάποια αιματολογική ή απεικονιστική εξέταση. Η ψηφιακή ανάλυση βιολογικών δεδομένων καταργεί γεωγραφικές αποστάσεις, χρονικούς περιορισμούς και κάθε είδους διακρίσεις: όχι πια μετακινήσεις για εξετάσεις, όχι μακροχρόνια ραντεβού, όχι αποκλεισμοί, αλλά ιατρικές υπηρεσίες προσιτές σε όλους. Με τον ίδιο τρόπο θα αξιολογείται πρώιμα η αποτελεσματικότητα, αλλά και τοξικότητα μιας νέας θεραπείας, ώστε να γίνονται έγκαιρα οι κατάλληλες παρεμβάσεις. Η ψηφιοποίηση του φακέλου του ασθενή, η δημιουργία μεγάλων βάσεων δεδομένων και βιοτραπεζών (biobanks) και η ανάπτυξη της βιοπληροφορικής επιτρέπουν όχι μόνο την συσσώρευση, αλλά και την επεξεργασία τεράστιου όγκου δεδομένων (big data), που πέρα της ποσοτικής, έχουν και ποιοτική συνιστώσα, καθώς η πολυπλοκότητά τους επαναπροσδιορίζει την έννοια του «υγιούς ατόμου», λαμβάνοντας υπ’ όψη τη γονιδιακή και φαινοτυπική ποικιλομορφία. Η εις βάθος κατανόηση της συνεχούς, αντί για τη δυαδική (υγιής vs. ασθενής) φυσική πορεία κάθε νοσήματος και η χρήση αλγορίθμων για την πρόβλεψη νόσησης και έκβασης οδηγούν σε μια σταδιακή μετάβαση από την ιατρική που θεραπεύει το σύμπτωμα ή τη νόσο, στην «ιατρική ακριβείας», που θεραπεύει το άτομο, λαμβάνοντας υπόψιν τη μοναδικότητά του.
Επιπλέον της εξατομικευμένης ή ιατρική του μέλλοντος οφείλει να είναι και ολιστική, φροντίζοντας εξ ίσου τη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου. Η περίθαλψη δεν μπορεί πλέον να εναπόκειται στις γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ενός ατόμου, όσο χαρισματικό και εάν είναι. Το άριστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μόνο με τη δημιουργία ομάδων, όπου επαγγελματίες υγείας ισότιμα συνεισφέρουν τις εξειδικευμένες γνώσεις τους και συναποφασίζουν για τον ασθενή. Η ιατρική εκπαίδευση πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να ανταποκρίνεται στο νέο μοντέλο άσκησης της ιατρικής, με ενθάρρυνση της συνεργασίας και της από κοινού λύσης προβλημάτων. Η αξιοποίηση ψηφιακών, διαδραστικών μέσων εκπαίδευσης, διευκολύνει τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης, της πληροφορίας και του εκπαιδευτικού υλικού, εκδημοκρατίζει τη μάθηση, και προάγει την επικοινωνία και τον αλληλοσεβασμό των επιστημόνων.
Η διαρκής ενσωμάτωση της καινοτομίας στη κλινική πράξη συνεπάγεται υψηλό οικονομικό κόστος. Καθώς οι πόροι είναι περιορισμένοι, θα πρέπει να γίνει ορθολογική ανακατανομή τους, με έμφαση στην πρόληψη, στη διάγνωση των παθήσεων σε πρωιμότερο στάδιο όπου η ίαση είναι εφικτή, στη δημιουργία κέντρων αριστείας από όπου η ιατρική γνώση θα διαχέεται στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και τέλος στην παροχή φροντίδας στο σπίτι και σε μικρές εξειδικευμένες δομές. Αλλά μεγαλύτερη πρόκληση συνιστά η προστασία της ιδιωτικότητας, και η καθιέρωση κανόνων όσον αφορά το είδος, τη φύλαξη, την επεξεργασία και την πρόσβαση των δεδομένων που θα συλλέγονται. Το αγαθό της υγείας μπορεί και πρέπει να παρέχεται ταυτόχρονα και όχι εις βάρος του αγαθού της ελευθερίας.
Προληπτική, προβλεπτική, εξατομικευμένη και ολιστική. Αυτή αναμένεται να είναι η ιατρική κατά τον 21ο αιώνα, με όχημα τη βιολογία και την τεχνολογία. Η μετάβαση δεν θα είναι εύκολη ή χωρίς κινδύνους. Περιορισμοί στην πρόσβαση σε τεχνολογίες και υπηρεσίες υγείας ή ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε ατομικά δεδομένα μπορεί να οδηγήσουν σε δυστοπικές κοινωνίες. Οι επιστήμονες έχουν ιερή υποχρέωση να συμβάλουν στην εκλαΐκευση και διάχυση της γνώσης, αλλά και να αναδείξουν τα ηθικά διλλήματα που προκύπτουν, ώστε η υγεία και η ατομική ελευθερία να αποτελέσουν κατάκτηση όλων.