Menu
Διάγνωση Καρκίνου του Πνεύμονα
Η διάγνωση του Καρκίνου του Πνεύμονα επιτυγχάνεται μετά από μία σειρά εξετάσεων που ως στόχο έχουν τον καθορισμό της έκτασης της νόσου (σταδιοποίηση)και τη λήψη ιστολογικού υλικού από το σημείο της βλάβης (βιοψία). Ο ιατρός επιλέγει ποιες από τις σύγχρονες διαγνωστικές τεχνικές θα πρέπει να ακολουθήσει ο ασθενής για να οδηγηθεί σε μία ασφαλή και γρήγορη διάγνωση.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Απεικονιστικές μέθοδοι
Απεικόνιση ονομάζουμε την λήψη και αξιολόγηση εικόνων των εσωτερικών και εξωτερικών οργάνων του ανθρώπου που λαμβάνονται με ειδικά μηχανήματα που χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές ενέργειας (ακτίνες Χ, ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, ακτίνες γ). Η απεικόνιση δεν αποτελεί θεραπεία αλλά βοηθά τον γιατρό να πάρει τις απαραίτητες αποφάσεις.
Οι απεικονιστικές μέθοδοι που διαθέτουμε στον καρκίνου του πνεύμονα μας βοηθάνε στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με:
(α) την ανίχνευση ύποπτων περιοχών και ανωμαλιών που μπορεί να συνιστούν καρκίνο
(β) την εντόπιση, το μέγεθος της κακοήθειας και τα σημεία στα οποία έχει εξαπλωθεί (σταδιοποίηση)
(γ) τη λήψη κατευθυνόμενης βιοψίας με σκοπό τον καθορισμό θεραπευτικού πλάνου
(δ) τον τακτικό έλεγχο των αποτελεσμάτων της θεραπείας (σμίκρυνση όγκου, νέες εντοπίσεις, υποτροπή).
Οι απεικονιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται συχνότερα για τη διάγνωση, τη σταδιοποίηση και την παρακολούθηση του καρκίνου του πνεύμονα είναι:
Η απλή ακτινογραφία αποτελεί βασική ακτινολογική μέθοδο που «φωτογραφίζει» τα οστά και τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπου. Συνήθως είναι η πρώτη εξέταση που θα ζητήσει ο γιατρός. Αποτελεί απλή, ασφαλή, ανώδυνη, μη επεμβατική, ανέξοδη και γρήγορη διαδικασία που χρησιμοποιείται στον προεγχειρητικό έλεγχο (πριν το χειρουργείο) καθώς και στην αναγνώριση πλήθους νόσων της καρδιάς, των πνευμόνων και των οστών. Η έκθεση στην ακτινοβολία εγκυμονεί πάντοτε κάποιους κινδύνους για τους ιστούς του οργανισμού. Ωστόσο η ποσότητα της ακτινοβολίας στην οποία εκτίθεται ο ασθενής σε μία απλή ακτινογραφία είναι εξαιρετικά χαμηλή
Η απλή ακτινογραφία θώρακος δίνει μία αδρή δισδιάστατη απεικόνιση των πνευμόνων και της καρδιάς και οι πληροφορίες που μας δίνει δεν είναι πάντα αρκετές ώστε να αποσαφηνίσουν την αιτία του προβλήματος (π.χ. αν πρόκειται για κακοήθεια, για φλεγμονή, για τραυματισμό). Επίσης, δεν είναι ασφαλής μέθοδος για τον αποκλεισμό της νόσου, καθώς κάποιες βλάβες πιθανόν να «κρύβονται» σε περιοχές που δεν απεικονίζονται καλά. Αυτός είναι ο λόγος που αν αποκαλυφθεί μία ύποπτη βλάβη ή αν υπάρχει ισχυρή κλινική υποψία θα πρέπει να ακολουθούν άλλες πιο ακριβείς απεικονιστικές μέθοδοι.
Αποτελεί τεχνική που χρησιμοποιεί ακτίνες Χ για να παράγει λεπτομερείς εικόνες των οργάνων στο εσωτερικό του σώματος. Ο αξονικός τομογράφος στέλνει κύματα ακτινοβολίας Χ στην περιοχή του σώματος που μας ενδιαφέρει για κλάσματα δευτερολέπτου και παίρνει εικόνες λεπτών τομών («φέτες») από όργανα ή ολόκληρα διαμερίσματα του σώματος. Η αξονική τομογραφία θώρακος παράγει λεπτομερείς εικόνες των πνευμόνων, του εγκεφάλου, του ήπατος, του παγκρέατος, των επινεφριδίων, των οστών και άλλων οργάνων. Εκτιμά την ύπαρξη και την έκταση όγκων, φλεγμονών και άλλων μεταβολών των εσωτερικών οργάνων. Είναι η πιο αξιόπιστη απεικονιστική μέθοδος που διαθέτουμε για την αποσαφήνιση και παρακολούθηση κακοήθων βλαβών του πνεύμονα καθώς μας δίνει ακριβείς πληροφορίες για την εντόπιση και το μέγεθος αυτών.
Παράγει υψηλής ευκρίνειας δισδιάστατες και τρισδιάστατες εικόνες λεπτών τομών. Σε αντίθεση με την αξονική τομογραφία δεν χρησιμοποιεί ακτινοβολία Χ αλλά ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο. Διαφορετικοί ιστοί (συμπεριλαμβανομένων των όγκων) εκπέμπουν περισσότερο ή λιγότερο ισχυρά σήματα αναλόγως της χημικής τους δομής. Όμως, η Μαγνητική Τομογραφία στον πνεύμονα δεν αποτελεί αξιόπιστη μέθοδο καθώς δεν απεικονίζει αποτελεσματικά τους συγκεκριμένους ιστούς. Χρησιμοποιείται πιο συχνά για τον έλεγχο άλλων οργάνων, όπως πχ ο εγκέφαλος, το ήπαρ ή τα επινεφρίδια, για ύπαρξη πιθανών μεταστάσεων. Έχει το θετικό ότι δεν εκθέτει τον οργανισμό σε ακτινοβολία, όμως ασθενείς που φέρουν μεταλλικά αντικείμενα στον οργανισμό τους, για παράδειγμα βηματοδότες ή μεταλλικές βαλβίδες, θα πρέπει να ενημερώνουν το γιατρό πριν υποβληθούν στην εξέταση.
Το σπινθηρογράφημα οστών αποτελεί εξέταση που ανιχνεύει περιοχές έντονης ανάπτυξης ή καταστροφής οστού, όπως για παράδειγμα φλεγμονές, τραύματα και μεταστάσεις από κακοήθειες. Συχνά ανιχνεύει το πρόβλημα μήνες νωρίτερα από την απλή ακτινογραφία. Ένας ραδιενεργός ανιχνευτής χορηγείται ενδοφλεβίως στον ασθενή και κατανέμεται μέσω των αγγείων στα οστά. Αν και το σπινθηρογράφημα οστών ανιχνεύει διαταραχές του μεταβολισμού με μεγάλη ευαισθησία, δεν διαχωρίζει την αιτία των διαταραχών. Άλλες εξετάσεις συνήθως εκτελούνται για τον παραπάνω σκοπό. Η εξέταση είναι σχετικά ασφαλής, με μικρή έκθεση στην ακτινοβολία.
Αποτελεί διαγνωστική εξέταση που βασίζεται στην ανίχνευση ακτινοβολίας από την εκπομπή ποζιτρονίων. Τα ποζιτρόνια είναι μικρά σωματίδια που εκπέμπονται από μία ραδιενεργό ουσία η οποία χορηγείται στον ασθενή. Η έκθεση σε ραδιενέργεια είναι μικρή και δεν επηρεάζει τις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού. Χρησιμοποιείται συνήθως για την ανίχνευση όγκων και μεταστάσεων και για τον προσδιορισμό της έκτασής τους καθώς και για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της αντινεοπλασματικής θεραπείας. Ανιχνεύει την ύπαρξη καρκίνου, ελέγχει την αιματική ροή και βλέπει το πώς λειτουργούν τα όργανα. Με τον συνδυασμό αξονικής τομογραφίας και PET (PET/CT) μπορούμε να διακρίνουμε τους φυσιολογικούς από τους μη φυσιολογικούς ιστούς. Η τεχνική αυτή όμως δεν είναι αξιόπιστη για τον χαρακτηρισμό όζων μικρότερων από 1 εκατοστό και για την απεικόνιση του εγκεφάλου.
Διερεύνηση και παρακλινικός έλεγχος
Όταν υπάρχει υποψία ότι ένας ασθενής πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα ο γιατρός θα πρέπει να ζητήσει συγκεκριμένες εξετάσεις για να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει αρχικά τη διάγνωση, να προσδιορίσει τον ιστολογικό τύπο και ακολούθως να καθορίσει την έκταση της νόσου (να καθορίσει το στάδιο).
Το πρώτο βήμα είναι η καταγραφή λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού που να περιλαμβάνει τα συμπτώματα του ασθενούς, το ατομικό αναμνηστικό του, την καπνιστική του συνήθεια και την πιθανή επαγγελματική έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες. Ακολουθεί η ιατρική φυσική εξέταση με έμφαση στην λειτουργία του αναπνευστικού. Απλές εξετάσεις αίματος βοηθούν όχι τόσο στη διάγνωση, αλλά στον καθορισμό της έκτασης της νόσου και στην αναγνώριση πιθανών επιπλοκών. Απαραίτητο για την διάγνωση (για να είμαστε απολύτως βέβαιοι) του καρκίνου είναι η λήψη κομματιού (βιοψία) ή κυττάρων από την περιοχή της βλάβης. Για τον πνεύμονα οι πιο εύκολες μέθοδοι είναι η κυτταρολογική εξέταση πτυέλων η βρογχοσκόπηση και η βιοψία δια βελόνης. Σε δύσκολες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται χειρουργικές μέθοδοι, που απαιτούν γενική αναισθησία, όπως η μεσοθωρακοσκόπηση, η μεσοθωρακοτομή και η θωρακοσκόπηση.
Πρόκειται για την πιο ανώδυνη εξέταση για τον ασθενή. Πτύελα, που προέρχονται από βαθύ βήχα, εξετάζονται στο εργαστήριο για τυχόν παρουσία καρκινικών κυττάρων. Το μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι συχνά συμβαίνει ασθενείς να πάσχουν από καρκίνο αλλά η εξέταση πτυέλων να μην έχει καρκινικά κύτταρα, οπότε η αρνητική εξέταση δεν αποκλείει την ύπαρξη της νόσου. Επίσης, ακόμα και επί θετικών αποτελεσμάτων και πάλι θα χρειαστεί ιστολογική επιβεβαίωση της νόσου (βιοψία), οπότε η εξέταση αυτή συνήθως δεν είναι αρκετή.
Βρογχοσκόπηση ονομάζεται ο έλεγχος του εσωτερικού του πνεύμονα (βρόγχων) με ειδικό όργανο ενδοσκόπησης που λέγεται βρογχοσκόπιο. Είναι ασφαλής μέθοδος (κίνδυνος επιπλοκών <2%) και γίνεται με μέθη και τοπική αναισθησία. Το βρογχοσκόπιο μοιάζει με εύκαμπτο λεπτό σωλήνα που έχει οπτικές ίνες (φως). Μπαίνει από το στόμα και «οδηγείται» από τον γιατρό στο σημείο της βλάβης στον πνεύμονα. Με τη διαδικασία της βρογχοσκόπησης μπορούμε να πάρουμε κύτταρα ή μικρό κομμάτι ιστού από ύποπτες για καρκίνο περιοχές. Επίσης με τη μέθοδο της βρογχοσκόπησης μπορούν να γίνουν και διάφοροι χειρισμοί όπως αιμόσταση, διάνοιξη στενωμένων βρόγχων και αφαίρεση ξένων σωμάτων.
Μια πιο σύγχρονη μορφή βρογχοσκόπησης είναι ο ενδοβρογχικός υπέρηχος (endobronchial ultrasound ΕΒUS) µια υβριδική τεχνική που συνδυάζει την απλή επισκόπηση των αεραγωγών αλλά ταυτόχρονα και με υπέρηχο. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να πάρουμε βιοψία από λεμφαδένες ή μάζες που βρίσκονται πίσω από το τοίχωμα των βρόγχων και επομένως δεν θα μπορούσαμε να τους προσεγγίσουμε εύκολα με το απλό βρογχοσκόπιο οπτικών ινών. Συνήθως διενεργείται με τοπική αναισθησία και ήπια μέθη
Η αφαίρεση ενός μικρού κομματιού από ύποπτη περιοχή του πνεύμονα μέσω μίας λεπτής βελόνης που μπαίνει από το δέρμα λέγεται βιοψία διά βελόνης. Για την καθοδήγηση της βελόνης στο σωστό σημείο συχνά χρησιμοποιούνται οι υπέρηχοι ή η αξονική τομογραφία θώρακος. Το μικρό κομμάτι, που αναρροφάται με τη βοήθεια μίας σύριγγας (όπως παίρνουμε το αίμα για εξέταση), αποστέλλεται σε ειδικό εργαστήριο και ελέγχεται στο μικροσκόπιο για την παρουσία καρκινικών κυττάρων (κυτταρολογική εξέταση). Υπάρχει η δυνατότητα να αφαιρεθεί και μικρό κομμάτι ιστού για ιστολογική εξέταση (βιοψία). Συνήθως μετά την διαδικασία γίνεται ακτινογραφία θώρακος στον ασθενή για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει διαφυγή αέρα από τον πνεύμονα.
Πρόκειται για απλή διαδικασία κατά την οποία ο γιατρός αφαιρεί (αναρροφά), με την βοήθεια μια λεπτής βελόνας και μίας σύριγγας, υγρό που βρίσκεται γύρω από τον πνεύμονα κάτω από το θωρακικό τοίχωμα. Το υγρό αποστέλλεται για μικροσκοπική εξέταση για τυχόν παρουσία καρκινικών κυττάρων. Η θωρακοκέντηση βοηθά όχι μόνο στην διάγνωση (εύρεση καρκινικών κυττάρων) αλλά και στην ανακούφιση των ασθενών με μεγάλες ποσότητες υγρού αφού ο γιατρός μπορεί να αφαιρέσει με την μέθοδο αυτή μεγάλες ποσότητες υγρού.
Με την μέθοδο αυτή ελέγχεται η υπεζωκοτική κοιλότητα του θώρακα, δηλαδή ο χώρος ανάμεσα στον πνεύμονα και το θωρακικό τοίχωμα με την βοήθεια του θωρακοσκοπίου, ενός λεπτού σωλήνα με φως, που μπαίνει από μία λεπτή τομή που γίνεται ανάμεσα σε δύο πλευρά. Αναρροφάται υγρό που πιθανόν να υπάρχει και μπορούν να ληφθούν βιοψίες από τον υπεζωκότα, δηλαδή την μεμβράνη που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια του πνεύμονα. Η μέθοδος αυτή είναι ελάχιστα επεμβατική και γίνεται με μέθη και τοπική αναισθησία.
Πρόκειται για χειρουργικές μεθόδους που βοηθούν στη διάγνωση του καρκίνου και στον καθορισμό της έκτασης της νόσου (σταδιοποίηση) στον θώρακα, όταν οι άλλες λιγότερο επεμβατικές μέθοδοι αποτύχουν. Μπορούμε να αφαιρέσουμε μικρά ή και μεγαλύτερα κομμάτια ιστού από ύποπτες περιοχές. Χρειάζεται ο ασθενής να οδηγηθεί σε οργανωμένο χειρουργείο και να λάβει γενική αναισθησία. Δεν θεωρούνται όμως «μείζονες» επεμβάσεις.
Θωρακοτομή: Πρόκειται για ανοικτό χειρουργείο με το οποίο μπορεί να αφαιρεθεί τμήμα του πνεύμονα ή/και των λεμφαδένων του μεσοθωρακίου.
Μεσοθωρακοσκόπηση: Με τη διαδικασία αυτή ελέγχονται τα όργανα και οι λεμφαδένες που βρίσκονται στον χώρο ανάμεσα στους δύο πνεύμονες (μεσοθωράκιο). Γίνεται με το μεσοθωρακοσκόπιο, ένα όργανο που μοιάζει με λεπτό σωλήνα με φως, το οποίο μπαίνει από μία μικρή τομή που γίνεται στο εμπρός χαμηλότερο τμήμα του λαιμού.
Video Assisted Thoracoscopic Surgery – VATS: Η μέθοδος αυτή μοιάζει με την απλή θωρακοσκόπηση, όμως εκτελείται με τρεις οπές για την είσοδο εργαλείων και τον ασθενή σε γενική αναισθησία. Είναι πιο επεμβατική, όμως επιτρέπει μεγαλύτερο εύρος χειρισμών, ακόμα και αφαίρεση τμήματος του πνεύμονα καθώς και ασφαλέστερο χειρισμό πιθανών επιπλοκών.
Καρκινικοί δείκτες ονομάζονται ουσίες που παράγονται κυρίως από καρκινικά κύτταρα αλλά μπορεί να παραχθούν και από φυσιολογικά. Αυτές οι ουσίες βρίσκονται στο αίμα, στα ούρα και στους καρκινικούς ιστούς (όργανα που πάσχουν από καρκίνο). Διαφορετικοί τύποι καρκίνου παράγουν διαφορετικά είδη τέτοιων ουσιών. Στον καρκίνο του πνεύμονα δεν υπάρχουν αξιόπιστοι καρκινικοί δείκτες για τη διάγνωση της νόσου γι αυτό και δεν χρησιμοποιούνται.
Σταδιοποίηση
Το στάδιο του καρκίνου του πνεύμονα είναι ένας τρόπος αξιολόγησης της εντόπισης και του μεγέθους της πρωτοπαθούς εστίας στον πνεύμονα καθώς και της εξάπλωσής αυτού σε λεμφαδένες και σε απομακρυσμένα όργανα. Η διαδικασία καθορισμού του σταδίου καλείται σταδιοποίηση. Η σταδιοποίηση του καρκίνου και ο ιστολογικός του τύπος είναι πολύ σημαντικά στοιχεία κατά την πρώτη διάγνωση διότι είναι είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν το είδος της βέλτιστης θεραπείας και την πρόγνωση που θα έχει ο ασθενής.
Η σταδιοποίηση του καρκίνου του πνεύμονα γίνεται με διάφορες διαγνωστικές εξετάσεις. Αυτές είναι τυπικά η βιοψία της πρωτοπαθούς βλάβης (ή η κυτταρολογική εξέταση), οι αξονικές τομογραφίες θώρακα και άνω κοιλίας, η μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και το σπινθηρογράφημα οστών. Περισσότερο ευαίσθητες τεχνικές όπως το PET-CT scan μπορεί να ζητηθούν κατά περίπτωση. Το στάδιο δεν μπορεί να καθοριστεί αν οι παραπάνω εξετάσεις δεν ολοκληρωθούν.
Η γνώση του σταδίου είναι απαραίτητη καθώς καθορίζει κατά κύριο λόγο τη θεραπεία που θα λάβει ο ασθενής αλλά και την πρόγνωσή του. Ο ασθενής βέβαια πρέπει πάντα να γνωρίζει ότι ο καρκίνος του πνεύμονα εκδηλώνεται διαφορετικά σε κάθε άτομο και η πρόγνωση εξατομικεύεται.
Κάθε είδος καρκίνου ακολουθεί ένα συγκεκριμένο και μοναδικό σύστημα σταδιοποίησης. Στην περίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα η σταδιοποίηση διαφέρει ανάλογα με τον ιστολογικό υπότυτπο. Έτσι, τα στάδια του μη
μικροκυτταρικού και του μικροκυτταρικού καρκίνου διαφέρουν.
Τα στάδια του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα περιγράφονται με έναν αριθμό από το 1 έως και το 4 (Ι-ΙV).
Στάδια Ι και ΙΙ: Σε γενικές γραμμές ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα σταδίου Ι ή ΙΙ έχει τέτοιο μέγεθος και εντόπιση ώστε να μπορεί να χειρουργηθεί. Το στάδιο Ι δεν χαρακτηρίζεται από προσβολή των λεμφαδένων της περιοχής, σε αντίθεση με το στάδιο ΙΙ. Οι διηθημένοι λεμφαδένες στην τελευταία περίπτωση όμως βρίσκονται κοντά στην περιοχή της βλάβης και μπορούν να αφαιρεθούν μαζί με αυτήν. Την χειρουργική εξαίρεση πιθανόν να ακολουθήσει και επικουρική συστηματική θεραπεία.
Στάδιο ΙΙΙ: Ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος σταδίου ΙΙΙ αποτελεί τοπικά εκτεταμένο στάδιο νόσου χωρίς απομακρυσμένες μεταστάσεις. Συνήθως η χειρουργική εξαίρεση δεν είναι πλέον δυνατή σε αυτό το στάδιο, όμως υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να εξετασθεί η πιθανότητα χειρουργείου. Η βασική θεραπευτική προσέγγιση είναι χημειοθεραπεία σε συνδυασμό με ακτινοβολία.
Στάδιο ΙV: Στο στάδιο αυτό ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στον άλλο πνεύμονα, έχει προκαλέσει τη δημιουργία υγρού στο θώρακα ή στην καρδιά (υπεζωκοτική ή περικαρδιακή κοιλότητα) ή/και έχει δώσει μεταστάσεις σε απομακρυσμένα όργανα. Σε αυτό το στάδιο της νόσου η θεραπεία είναι πλέον συστηματική και όχι τοπική και μπορεί να είναι χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία, στοχευμένες θεραπείες ή ένας συνδυασμός αυτών. Η ακτινοβολία σε αυτό το στάδιο συνήθως έχει θέση ως ανακουφιστική θεραπεία.
Ο μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα ταξινομείται ως περιορισμένη (limited disease) ή ως εκτεταμένη νόσος (extensive disease). Η σταδιοποίηση του
μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα βοηθά στην επιλογή των ασθενών που μπορεί να αποκομίσουν όφελος από την ακτινοθεραπεία σε συνδυασμό με τη χημειοθεραπεία. Περιορισμένη νόσος σημαίνει ότι ο καρκίνος εντοπίζεται μόνο σε μια περιοχή του θώρακα και περιλαμβάνει τον πνεύμονα και τοπικούς λεμφαδένες. Η περιοχή αυτή μπορεί να ακτινοβοληθεί. Εκτεταμένη νόσος σημαίνει ότι ο καρκίνος έχει επεκταθεί και σε άλλα σημεία του θώρακα ή έξω από αυτόν. Στην περιορισμένη νόσο η θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει χημειοθεραπεία σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία ενώ στην εκτεταμένη νόσο το πλάνο είναι συνήθως χημειοθεραπεία σε συνδυασμό με ανοσοθεραπεία.
Συχνές Ερωτήσεις
Ως επί των πλείστων οι απεικονιστικές εξετάσεις είναι ανώδυνες. Ίσως κατά την έγχυση των σκιαγραφικών ουσιών (την στιγμή της ένεσης) να αισθανθεί κανείς μια στιγμιαία ενόχληση. Αυτό όμως θα είναι παροδικό και δεν θα επηρεάσει την υπόλοιπη διαδικασία. Οι εξετάσεις μπορεί ωστόσο να αποβούν ενοχλητικές λόγω του μακρού χρόνου διάρκειάς τους ή αναμονής για την έναρξή τους. Ακόμη, λόγω της συγκεκριμένης στάσης σώματος που απαιτούν ορισμένες από αυτές μπορούν να γίνουν δυσάρεστες κυρίως για άτομα με κινητικά προβλήματα. Μην διστάσετε να συζητήσετε για όλα τα παραπάνω με τον γιατρό σας πριν υποβληθείτε σε οποιαδήποτε εξέταση.
Όσον αφορά την πιθανότητα αλλεργικών αντιδράσεων, όπως δεν υπάρχει φάρμακο στο οποίο να αποκλείεται κάθε πιθανότητα αλλεργίας, έτσι και οι ουσίες που χρησιμοποιούνται για την διενέργεια ορισμένων εξετάσεων δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα προκαλέσουν αντίδραση. Ωστόσο αυτή η πιθανότητα είναι μικρή. Σε περίπτωση που έχει προηγηθεί αλλεργική αντίδραση στο παρελθόν είτε από την ίδια ή παρόμοια εξέταση είτε μετά από λήψη φαρμάκων ή και σε άλλες περιπτώσεις, ο ασθενής πρέπει να ενημερώνει τον γιατρό του ώστε να υπάρχει η κατάλληλη προετοιμασία ή προσαρμογή για την εξέταση
Όχι. Η ακτινοβολία και η ραδιενέργεια στην οποία εκτίθεστε είναι πολύ μικρής δόσης και ελεγχόμενη. Κίνδυνο διατρέχουν όσοι εκτίθενται σε μεγάλες δόσεις ακτινοβολίας και με μεγάλη συχνότητα (προσθετική δράση).
© 2022 All rights reserved
Developed by ySophia